Ο διάδοχος του θρυλικού Concorde επιστρέφει και αποτελεί πραγματικά ένα θαύμα της τεχνολογίας , καθώς θα μπορεί να ταξιδέψει μόνο 3 ώρες από Αθήνα προς Νέα Υόρκη.
Η πρώτη πτήση που θα κάνει το ταχύτερο εμπορικό αεροπλάνο στον κόσμο υπολογίζεται σε 7 χρόνια από σήμερα. Θα πραγματοποιεί το ταξίδι Νέα Υόρκη – Λονδίνο σε 3 ώρες και 30 λεπτά. Για να γίνει αντιληπτή η ταχύτητα του νέου Concorde αρκεί να ειπωθεί ότι αν έκανε το δρομολόγιο Αθήνα- Θεσσαλονίκη θα χρειαζόταν λιγότερα από 20 λεπτά.
Το τέλος του πρώτου Concorde
Κάποτε αποτελούσε σύμβολο υπεροχής. Και για τους κατασκευαστές του πρώτου και μοναδικού υπερηχητικού επιβατικού αεροσκάφους αλλά και για εκείνους που είχαν την δυνατότητα να πετάξουν μαζί του, καταβάλλοντας αρκετές χιλιάδες δολάρια για ένα εισιτήριο «αλέ-ρετούρ» με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Ένα ταξίδι που το θρυλικό Concorde είχε την δυνατότητα να πραγματοποιεί σε λιγότερες από τρεις ώρες, όσες δηλαδή χρειάζονταν για να καλύψει ο μέσος Έλληνας οδηγός την απόσταση Αθήνα-Πάτρα μέχρι πριν λίγα χρόνια…
Κι όμως, σήμερα αποτελεί ήδη μια μακρινή ανάμνηση αφού χρειάστηκε ένα θανατηφόρο δυστύχημα στις 25 Ιουλίου 2000 για να καθηλωθεί και τελικά να ληφθεί η απόφαση να μην ξαναπετάξει ποτέ. Βέβαια, στην πορεία έγινε γνωστό ότι αυτό το τεχνολογικό θαύμα είχε τα ψεγάδια του τα οποία επιμελώς κρύβονταν πίσω από την πρωτοποριακή σχεδίασή του και τις εντυπωσιακές επιδόσεις του.
Αδύνατο να το μπερδέψεις με οποιοδήποτε άλλο αεροσκάφος του κόσμου, το Concorde κάλυπτε την διαδρομή Παρίσι-Νέα Υόρκη σε 2 ώρες 52 λεπτά και 59 δευτερόλεπτα, αλλά το ρεκόρ του θα μπορούσε να είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό εάν δεν υπήρχαν περιορισμοί για οικονομία καυσίμων. Και για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, απλά αναφέρουμε ότι τα συμβατικά αεροπλάνα χρειάζονται περίπου 8 ώρες. Φυσικά αυτή η ταχύτητα δεν ερχόταν… φθηνά, αφού ένα απλό εισιτήριο κόστιζε 4.300 δολάρια και ένα με επιστροφή ξεπερνούσε σε κόστος τις 8.500 δολάρια.
Το σοκ της 25ης Ιουλίου 2000 ήταν τεράστιο όπως και οι εικόνες που έκαναν τον γύρο του κόσμου κι έδειχναν το αεροπλάνο να φλέγεται πριν καν ολοκληρώσει την διαδικασία της απογείωσής του. Πρόλαβε να μείνει στον αέρα μόλις 2 λεπτά αφότου είχε σηκωθεί από το αεροδρόμιο «Σαρλ Ντε Γκωλ» και με τους κυβερνήτες του να μην μπορούν να αντιδράσουν, προσέκρουσε σε κοντινό ξενοδοχείο με αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο οι 100 επιβάτες, το 9μελές πλήρωμα αλλά 4 εργαζόμενοι του ξενοδοχείου. Ο τελικός απολογισμός των 113 νεκρών δεν το κατατάσσουν στις χειρότερες αεροπορικές τραγωδίες, όμως η ταυτότητα του αεροσκάφους ήταν τέτοια που το θέμα πήρε τεράστιες διαστάσεις και η πίεση στους εμπειρογνώμονες για την αποκάλυψη των αιτίων ήταν πρωτοφανής.
Στην έρευνα που ακολούθησε ως «ένοχος» κατηγορήθηκε ένα άλλο αεροπλάνο της εταιρείας Continental το οποίο είχε απογειωθεί ελάχιστα λεπτά πριν το Concorde. Σύμφωνα με τους ειδικούς, είχε αφήσει στον αεροδιάδρομο ένα μεταλλικό έλασμα μήκους 43 εκατοστών το οποίο στη συνέχεια χτύπησε τα ελαστικά των τροχών του Concorde και στη συνέχεια τρύπησε την δεξαμενή καυσίμων μη αφήνοντας ουσιαστικά περιθώριο στους πιλότους. Η μοίρα τους είχε ήδη γραφτεί και τίποτα δεν θα μπορούσε να αποσοβήσει την καταστροφή.
Κατά την διάρκεια των πολυετών ερευνών, ωστόσο, αποκαλύφθηκαν τα αρκετά προβλήματα που παρουσίαζε το Concorde τα οποία δεν είχαν βγει στην επιφάνεια τα προηγούμενα χρόνια και μαρτυρούσαν ορισμένες κατασκευαστικές αδυναμίες που εντοπίζονταν κατά κύριο λόγο στο πίσω μέρος του και συγκεκριμένα στην ουρά του.
Η καταγραφή που ακολούθησε μετά το δυστύχημα της πτήσης 4590 Παρίσι-Νέα Υόρκη έδειξε ότι υπήρξαν περίπου 70 ατυχήματα στο παρελθόν, με την μόνη (αλλά προφανώς τεράστια) διαφορά ότι δεν προέκυψαν νεκροί. Σε 7 από αυτές τις περιπτώσεις το πρόβλημα ήταν αντίστοιχο και εντοπιζόταν στα ελαστικά και στο πώς δημιουργούσαν κινδύνους για την δεξαμενή καυσίμων από κάποιο θραύσμα. Ήδη από το 1979 η Air France γνώριζε για τουλάχιστον δύο περιστατικά και είχε προχωρήσει σε ορισμένες αλλαγές, ενώ μερικά χρόνια μετά η Εθνική Υπηρεσία Ασφάλειας Αερομεταφορών των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής είχε απαιτήσει επιπλέον μέτρα ασφαλείας, ειδικά για τα Concorde, ανάμεσα στα οποία ήταν ο υποχρεωτικός έλεγχος των ελαστικών του πριν από κάθε πτήση.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές εκείνης του ’90 σημειώθηκαν δύο περιστατικά ακόμη όπου το αεροσκάφος φανέρωσε τις αδυναμίες του στο ουραίο τμήμα. Στην πρώτη εξ αυτών, στις 12 Απριλίου 1989, ένα κομμάτι της ουράς του βρετανικού Concorde αποκολλήθηκε και έπεσε στον Ειρηνικό Ωκεανό, ενώ το ίδιο συνέβη και στις 21 Μαρτίου 1992, αυτή την φορά στον Βόρειο Ατλαντικό, χωρίς ποτέ να αποσαφηνιστεί τι είχε προκαλέσει αυτή την ευπάθεια στο αεροσκάφος.
Πάντως τον Νοέμβριο του 2003 ελήφθη η απόφαση για την οριστική απόσυρση των Concorde από τους αιθέρες, παρά το γεγονός ότι η δίκη για τους ενόχους του δυστυχήματος δεν είχε διεξαχθεί καν. Το πόρισμα βέβαια υπέδειξε ως βασικό ένοχο εκείνο το έλασμα της προηγούμενης πτήσης, όμως, πλέον τα δεδομένα είχαν μεταβληθεί στην αεροπλοΐα.
Το μέλλον βρισκόταν στις εταιρείες χαμηλού κόστους και κατά συνέπεια στην πολιτική φθηνών εισιτηρίων και ο νέος κόσμος που είχε αναδυθεί δεν είχε χώρο για «σπατάλες» και «χλιδές» σαν εκείνες που μπορούσε να προσφέρει το θαύμα της γαλλικής –κυρίως- αλλά και αγγλικής αεροναυπηγικής. Το θρυλικό Concorde που μπορούσε να πιάσει την διπλάσια ταχύτητα από εκείνη του ήχου, δίνοντας μια αίσθηση υπεροχής στους επιβάτες του, χωρίς όμως εκείνοι να γνωρίζουν τον κίνδυνο που διέτρεχαν κάθε φορά που έβαζαν βαθιά το χέρι στην τσέπη για την μοναδική εμπειρία του να πετάξουν μαζί του.