Η μαρτυρία ενός άντρα που αποφάσισε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να μετακομίσει για πάντα σε ένα χωριό με 300 κάτοικους.
Η καλοσύνη του χωριού
Πριν ένα χρόνο περίπου άφησα την Αθήνα και ήρθα σε ένα χωριό με 300 κατοίκους.
Περίμενα να φρικάρω και να μην αντέξω.
Φτάνω σχεδόν αμέσως βρίσκω δουλειά σε καφετέρια και βλέπω πως το αφεντικό είναι ένας άγγελος.
Κάθε πρωί κουλούρι, τυρόπιτα ή ότι ζεστό είχε βγάλει ο φούρνος, το μεσημέρι μου κατέβαζε ένα πιάτο φαγητό από το δικό της, κόλλησα κόβιντ και μου έφερνε φαγητό κάθε μεσημέρι, ψώνια το ίδιο, δεν δέχτηκε ούτε 0,50€.
Ο μισθός κάθε μήνα μπαίνει και βάζει και το κάτι παραπάνω.
Η ηρεμία της επαρχίας
Άλλες φορές 10€, άλλες 20€ και άλλες 40€.
Μπορεί να χρειάζεται να ξυπνάω στις 4:30, μπορεί να με περιμένουν 5:30 η ώρα δέκα πελάτες για να πάρουν καφέ και να πάνε στα χωράφια και στα ζώα, μπορεί από τις 6:00 να μαζεύονται οι παππούδες και να μαλώνουν κάθε μέρα για τα κόμματα, μπορεί ώρες ώρες να είναι εκνευριστικοί, αλλά είμαι ένα χρόνο εδώ και νιώθω ότι έχω 10 χρόνια plus ζωής.
Αυτήν την ησυχία, την ηρεμία, το μη άκουσμα βουητών, μηχανών και αυτοκινήτων, ο καθαρός αέρας, το πράσινο δεν το αλλάζω με τίποτα.
ΥΓ: Γατάκια, τα δικά σας tips είναι λεφτά, τα δικά μου είναι πατάτες, πιπεριές, τζάμπα λάδι, καρπούζια, πεπόνια, πράσα, σπανάκι, φρούτα.