Η διαφορά ηλικίας ανάμεσα σε ένα ζευγάρι γίνεται συχνά, δυστυχώς, αντικείμενο κριτικής και κουτσομπολιού.
Αυτό το έζησαν πολύ έντονα ο Jeffrey Oberman και η σύζυγός του, Alex, τους οποίους χωρίζουν τέσσερις δεκαετίες.
Ο 63χρονος άντρας μοιράστηκε μάλιστα τη μαρτυρία του σε ένα άρθρο στη Huffington Post, θέλοντας να καταρρίψει τα στερεότυπα από τα οποία υπέφερε η δική τους σχέση.
«Εκ των υστέρων, δεν μπορώ να το πιστέψω ότι κατάφερα να την πλησιάσω εξαρχής. Στα 60 μου, είχα αποσυρθεί από τη δουλειά, είχα μετακομίσει από την άνετη οικειότητα του Καναδά στη Δομινικανή Δημοκρατία, είχα πάρει, τρία χρόνια νωρίτερα, διαζύγιο και είχα απελευθερωθεί από τις περισσότερες υποχρεώσεις μου απέναντι στα ενήλικα πλέον παιδιά μου.
»Είχα υιοθετήσει ήδη οκτώ αδέσποτα σκυλιά από το δρόμο και χάζευα στη σελίδα ενός καταφυγίου στο Facebook όταν πρόσεξα την ανάρτησή της. Αν και ήταν μόλις 20 ετών και ζούσε στις ΗΠΑ, της έστειλα μήνυμα. Και αν και ήμουν 40 χρόνια μεγαλύτερός της, απάντησε.
»Η διαδικτυακή επικοινωνία μας οδήγησε σε ολονύκτιες συζητήσεις μέχρι που, μια μέρα, την προσκάλεσα να με επισκεφτεί. Η μητέρα της, δέκα χρόνια μικρότερή μου, προτού της επιτρέψει να ταξιδέψει με τσέκαρε στην Google και συμφώνησε με την κόρη της να έχουν μια συνθηματική λέξη σε περίπτωση που εκείνη έπεφτε θύμα απαγωγής και εξαναγκάζονταν σε μια ζωή σκλαβιάς. Έτσι, μερικούς μήνες μετά το φλερτ μας στο Facebook, η Alex βγήκε από το αεροπλάνο και μπήκε στη ζωή μου. Λιγότερο από έναν χρόνο αργότερα, και αφού δεν είχε επιστρέψει ποτέ από τη Δομινικανή Δημοκρατία στις ΗΠΑ, με παντρεύτηκε.
«Ήταν λογικό να προχωρήσουμε σε δέσμευση;»
»Μέχρι τη στιγμή που ανταλλάξαμε όρκους, είχαμε ήδη βιώσει την αμηχανία που προκαλούσε η σχέση μας σε άλλους. Οι φίλοι μας, τόσο οι δικοί της όσο και οι δικοί μου, αναρωτιόνταν πόσο λογικό ήταν να προχωρήσουμε σε μια δέσμευση. Τα παιδιά μου -μορφωμένοι, φιλελεύθεροι διανοούμενοι- δεν ήξεραν πώς να διαχειριστούν το γεγονός ότι και οι δύο ήταν τουλάχιστον έξι χρόνια μεγαλύτεροι από τη νέα γυναίκα του πατέρα τους. Η Εβραία μητέρα μου αντιμετώπισε την είδηση του γάμου με τον ίδιο τρόμο με τον οποίο θα αντιμετώπιζε την απόφασή μου να γίνω Σαϊεντολόγος. Η μητέρα της Alex, την οποία είχα καταλήξει να λατρεύω, ήταν εξίσου ανήσυχη με την οικογένειά μου.
»Αλλά αυτό που μας ζόρισε περισσότερο ήταν η καθολική εντύπωση ότι είχαμε μπει σε μια “σχέση συμφέροντος”.
»Σχέση συμφέροντος είναι αυτή στην οποία και τα δύο μέρη ενδιαφέρονται για τον εαυτό τους και όπου ο καθένας κάνει πράγματα για τον άλλο με την προσμονή της ανταπόδοσης. Σε μια κλασική σχέση συμφέροντος ο άντρας (και γενικά ο μεγαλύτερος σε ηλικία) προσφέρει οικονομική υποστήριξη με αντάλλαγμα το σεξ (από το νεότερο μέλος).
»Στις περιπτώσεις μάλιστα όπου ο άντρας είναι πολύ μεγαλύτερος και η γυναίκα δυσανάλογα γοητευτική, η εντύπωση είναι ακόμα πιο έντονη στους άλλους.
«Σε μια κλασική σχέση συμφέροντος ο άντρας (και γενικά ο μεγαλύτερος σε ηλικία) προσφέρει οικονομικήυποστήριξη με αντάλλαγμα το σεξ (από το νεότερο)».
»Θεμελιώδης σε μια σχέση συμφέροντος είναι η υπόνοια ότι απουσιάζουν η αγάπη, ο σεβασμός ή η αφοσίωση, αφού κάθε μέλος επιδιώκει να πάρει, όχι να δώσει. Η ειρωνεία, σε εμάς, είναι ότι η γυναίκα μου όχι απλώς προέρχεται από εύπορη οικογένεια, αλλά επιπλέον, μετά από μια εξαιρετικά επιτυχημένη καριέρα στην ιππασία, στην εφηβεία της, έχει τα δικά της χρήματα. Στη δική μου περίπτωση, μετά από χρόνια σε έναν δυστυχισμένο γάμο, αυτό που χρειαζόμουν δεν ήταν το σεξ αλλά οικειότητα και τρυφερότητα.
»Εγώ δεν είχα ανάγκη να παντρευτώ για το σεξ και εκείνη δεν είχε ανάγκη να παντρευτεί για τα χρήματα, παρόλο που αυτό ακριβώς σκέφτηκαν όλοι.
»Μόνο οι λίγοι που μας γνωρίζουν – οι φίλοι και οι στενοί συγγενείς μας – ξέρουν την αληθινή ιστορία. Η γυναίκα μου είναι μια επιτυχημένη ζωγράφος που σπούδασε στο διακεκριμένο Κολέγιο Savannah, όπου έγινε δεκτή με πλήρη υποτροφία. Εγώ αποσύρθηκα από μια καριέρα στα κτηματομεσιτικά στα 50 χρόνια μου για να αφοσιωθώ σε μια ζωή συγγραφής, ένα πάθος που καλλιεργούσα για πολλά χρόνια αλλά το οποίο είχα παραγκωνίσει καθώς προσπαθούσα να μεγαλώσω μια οικογένεια, να πληρώνω τους λογαριασμούς και να κατακτήσω την οικονομική άνεση που προσδοκούσαν από εμένα στην κοινωνία.
«Τι θα πάρει η κόρη σας;»
»Είναι οι τέχνες που έφεραν κοντά την Alex και εμένα. Η αμοιβαία αγάπη του ενός για την τέχνη του άλλου μάς επιτρέπει να βυθιστούμε στη δημιουργικότητα που καθορίζει το έργο μας και πλαισιώνει τη σχέση μας. Αγαπάμε ο ένας τον άλλο σε ένα επίπεδο που υπερβαίνει το σεξ ή τα χρήματα.
»Κι όμως, σαν ζευγάρι είμαστε στο περιθώριο. Αυτό που βλέπει ο έξω κόσμος δεν είναι το πάθος δύο δημιουργικών πνευμάτων που συναντήθηκαν στην καρδιά ενός ταξιδιού ανακάλυψης και εξέλιξης, αλλά την πεζότητα μιας σχέσης συμφέροντος. Με βλέπουν σαν ένα αρπακτικό με οικονομική άνεση που αγόρασα την εξωτερική ομορφιά μιας πολύ νεότερης γυναίκας με έναν τρόπο τόσο απλοϊκό, ώστε με αντιμετωπίζουν σαν έναν άντρα με μακιαβελικούς σκοπούς».
Όπως προσθέτει παρακάτω ο ίδιος:
«Έχουμε σταματήσει εδώ και καιρό να κολλάμε στις μικρές ταπεινώσεις που αντιμετωπίζουμε καθημερινά. Δεν έχουμε πάει ούτε σε ένα εστιατόριο όπου να μη μας έχει ρωτήσει κάποιος τι θα παραγγείλει η κόρη μου. Και πού να αποφασίσει κιόλας η γυναίκα μου να με κεράσει εκείνη το δείπνο, με τα δικά της χρήματα: ο σερβιτόρος δεν θα την πάρει στα σοβαρά όταν ζητήσει το λογαριασμό. Καθώς είμαι ψηλός, προτιμώ να κλείνω το κάθισμα κοντά στην έξοδο κινδύνου στις πτήσεις και έχω κουραστεί να με ρωτούν οι υπάλληλοι του αεροδρομίου αν η κόρη μου είναι αρκετά μεγάλη για να καθίσει εκεί. Την τελευταία φορά που γυρίσαμε αεροπορικώς από τις ΗΠΑ, ο υπάλληλος μετανάστευσης αναρωτήθηκε αν ο γάμος μας ήταν έγκυρος. Όταν του παρουσίασα την άδειά του, φάνηκε να ξαφνιάζεται που ήταν επιλογή και των δύο να παντρευτούμε.
»Σε μια εποχή που σχεδόν οι μισοί γάμοι καταλήγουν σε διαζύγιο, σπάνια θα αμφισβητηθεί μια μακροχρόνια σχέση που όχι απλώς επιβιώνει, αλλά είναι και ευτυχισμένη. Ελπίζω να ζήσω αρκετά για να το δω αυτό να συμβαίνει στη δική μας».