Τη γνώρισα σε μια κοινή παρέα. Περίεργη κοπέλα, κλειστός χαρακτήρας. Η μία μπύρα έφερε την άλλη. Μου ανοίχτηκε. Με ρώτησε πώς με λένε και τί δουλειά κάνω. Όταν της είπα για το Singleparent έγινε κατακόκκινη. “Κι εγώ κατά μια έννοια, μόνη μεγάλωσα. Δεν ξέρεις πώς είναι να μεγαλώνεις με τους παππούδες και να σε φωνάζουν το παιδί της φόνισσας” μου είπε με παράπονο παρ’ όλο που γνωριζόμασταν μόλις μιάμιση ώρα. Της ζήτησα να μου μιλήσει και δέχτηκε. “Η μητέρα μου σκότωσε τον πατέρα μου” μου είπε κοιτάζοντας τον τοίχο απέναντι, σαν να εκφωνούσε τις ειδήσεις. Από τώρα θα την πούμε Ευριδίκη.
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στην Κυριακή Χαριτάκη για το Singleparent.gr
-Η μάνα μου σκότωσε τον πατέρα μου γιατί κατάλαβε ότι με βίαζε από όταν ήμουν 6 χρονών. Το κατάλαβε μετά από ένα χρόνο. Τον ξεμπροστιασε και μου φώναζε “Πες στον μπαμπά τί μου είπες ότι σου έκανε, πες του μιλα!”. Κατουρήθηκα από τον φόβο μου, ήθελα να τα βγάλω όλα σαν νερό, τον τρόμο που ζούσα αλλα φοβόμουν μη με σκοτώσει ή μη σκοτώσει τη μανα μου.
-Αλλά τελικά τον σκότωσε η μάνα σου;
-Έγινε μεγάλος καυγάς και πάνω στον καυγά, πήρε ένα μαχαίρι από την κουζίνα και τον έκανε κομμάτια. Δεν ξέρω πόση ώρα τον κάρφωνε, θυμάμαι αίματα στους τοίχους, εμένα να τσιρίζω, αίματα στα ρούχα της μάνας μου, τον πατέρα μου αναίσθητο με τα μάτια γουρλωμένα.
-Και μετά;
-Μετά εκείνη παραδόθηκε μονη της. Πήρε το 100 κι ήρθε ένα περιπολικό. Εμένα με κράτησε μια αστυνομικίνα έξω από το σπίτι. Φασαρία, κακό, μαζεύτηκε κόσμος πολύς. Με τράβηξε ένα χέρι, της γιαγιάς μου μες από τον κόσμο και με πήγε σπίτι της. Εκεί μεγάλωσα, με τον παππού και τη γιαγιά από εκείνη τη μέρα μέχρι τα 19.v
-Η μάνα σου;
-Η μάνα μου ξαφνικά έγινε πόρνη. Και τί δεν είπαν. Ότι είχε εραστή και σκότωσε τον πατέρα μου για να μείνει μαζί του, ότι ήταν τρελλή, ότι ο πατέρας μου υπέφερε μαζί της. Δεν ακούστηκε ούτε μισή αλήθεια τότε. Οι γονείς της, οι παππούδες μου, γνώριζαν αλλά δεν μιλούσαν για να μην ακούσω εγώ κάτι. Φύγαμε από το σπίτι τους και πήγαμε στο χωριό τους.
-Η μαμά σου τί απέγινε;
-Η μαμά μου δικάστηκε σε 12 χρόνια και μπήκε στις γυναικείες φυλακές. Την είδα πρώτη φορά ξανά στα 10 μου σε ένα επισκεπτήριο. Έκλαιγε και μου φίλαγε τα χέρια, έκλαιγα και εγώ. “Σε παρακαλώ συγχώρεσέ με” μου έλεγε αλλά δεν ήξερε ότι εγώ την είχα ήδη συγχωρέσει από την ώρα που του κάρφωνε το μαχαίρι για να σώσει εμένα. Τη θεωρώ δυο φορές μάνα.
-Την έβλεπες συχνά τη μάνα σου;
-Όχι, μια φορά τον χρόνο αλλά όταν έμαθα καλύτερα τα γράμματα, αλληλογραφούσαμε συνέχεια.
-Τί σου έγραφε; Πέρναγε καλά εκεί;
-Ούτε καν. Στα γράμματα δεν έγραφε κάτι. Όταν βγήκε όμως, και μεγάλωσα, μου τα είπε όλα. Ειδικά στην αρχή τη βίαζαν οι άλλες συγκρατούμενες, έτσι μου έλεγε. Τη χτυπούσαν, δεν την άφηναν να κοιμηθεί, έβαζαν φωτιά στο στρώμα της. Τον πρώτο χρόνο έκανε κάποιες απόπειρες αλλά δεν τα κατάφερε να αυτοκτονήσει. Μετά “πάλιωσε” και τα πράγματα ηρέμησαν.
-Γιατί αυτό; Αφού η μαμά σου σκότωσε για να σε προστατέψει.
-Ναι αλλά παραέξω είχε ακουστεί μια άλλη ιστορία. Η οικογένεια του πατέρα μου είχε πολλά λεφτά και κατάφεραν να δημιουργήσουν ακόμα περισσότερο μια καλή εικόνα για το παιδί τους. Το….”θύμα” (ειρωνικό ύφος).
-Πώς ήταν η ζωή με τους παππούδες;
-Όχι καλή. Με αγαπούσαν, μου φέρονταν καλά αλλά δεν μπορουσαν να μου προσφέρουν κάποια πράγματα λόγω ηλικίας. Δεν μπορούσαν να με διαβάσουν, δεν ήξεραν γράμματα. Σε πάρτι δεν μπορούσα να πάω ήταν πολύ αυστηροί και φοβόντουσαν. Με αγόρι βγήκα πρώτη φορά στα 20 όταν είχαν πεθάνει και οι δύο. Τους αγαπώ όμως και τους ευχαριστώ. Ήταν μεγάλοι και ταλαιπωρημένοι άνθρωποι και όμως έκαναν τα πάντα για μένα για να μην μου λείψει τίποτα.
-Θείοι, ξαδέρφια, οι γονείς του πατέρα σου; Ήταν δίπλα σας;
-Είσαι καλά; Ούτε να μας ξαναδουν. Όλη μέρα έβριζαν τη μάνα μου και τους γονείς της. Ποτέ δεν ρώτησαν τί έγινε, είχαν φτιάξει μια δική τους βολική ιστορία για να μην βοηθήσουν και να μην έχουν επαφές μαζί μας.
-Τελικά; Βγήκε η μάνα σου από τη φυλακή;
-Ναι. Όταν έγινα 20. Έκανε όλη την ποινή της. Οι παππούδες μου πέθαναν όταν έγινα 19 με διαφορά 3 μηνών ο ένας από τον άλλον. Έμεινα ένα χρόνο τελειως μόνη και μετά όταν αποφυλακίστηκε η μάνα μου, ήρθε και μείναμε μαζί.
-Πώς ήταν η ζωή σας μετά;
-Σαν να ήμουν πάλι 6 χρονών. Σπάνια έβγαινα με φίλους για να αναπληρώσω τον χρόνο που έχασα, να τη χορτάσω. Δεν τη χόρτασα μετά από 3 χρόνια έβγαλε καρκίνο και πέθανε πολύ γρήγορα. Ήταν μονο 49 χρονών. Την έκλαψα πολύ, την κλαίω ακόμα και σήμερα μετά από 10 χρόνια. Μου λείπει.
-Θες οικογένεια;
-Όσο τίποτα. Δεν έχω βρει ακόμα τον άνθρωπο αλλά όλο και κάποιον θα στείλει η μαμά μου από εκεί ψηλά.
-Τί έχεις να πεις στον κόσμο που μας διαβάζει;
-Να κλείσει το στόμα του όταν δεν ξερει τον σταυρό που κουβαλά ο άλλος.
Σηκώθηκε, πήρε τη μπύρα της που είχε αφήσει κάτω, έστριψε ένα τσιγάρο και χάθηκε μέσα στη νύχτα….