Πόσο εύκολο είναι, αλήθεια, να αφήσουμε την αγάπη μας να μας κάνει ανόητους στο πώς συμπεριφερόμαστε στα παιδιά μας!
Για παράδειγμα, όταν ένα μωρό τεντώνεται για να πιάσει ένα αντικείμενο που κεντρίζει την προσοχή του κι εμείς του το δίνουμε, το μωρό σε λίγο το αφήνει να πέσει κι έπειτα κλαίει για να του το δώσουμε ξανά.
Η αγάπη μας είναι αυτή που μας κάνει να απομακρύνουμε στη συνέχεια το ενδιαφέρον αντικείμενο, αφού το μωρό το έχει ρίξει ήδη δυο τρεις φορές και η υπομονή μας έχει εξαντληθεί. Αποκαλούμε το παιδί “άτακτο”, θεωρούμε ότι “το κάνει επίτηδες”, δηλώνουμε ότι “δεν επιτρέπεται να συμπεριφέρεται μ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί έτσι θα γίνει πεισματάρικο και ιδιότροπο”.
Από την κούνια λοιπόν ακόμη, η αγάπη μας αρχίζει να σχηματίζει τον μελλοντικό του χαρακτήρα, τον οποίο βλέπουμε σαν κάτι που εμείς πρέπει να διαμορφώσουμε μέσα από διορθώσεις και πειθαρχία.
Για μιά στιγμή μόνο ας σκέφτουμε πάλι αυτό το μωρό.
Τεντώνεται για να πιάσει την κουδουνίστρα, η μητέρα την προσφέρει, τα μικρά του δάχτυλα κλείνουν γύρω από το αντικείμενο, έπειτα ανοίγουν ξανά και το αντικείμενο πέφτει. Το θέλει πάλι, τα δαχτυλάκια του κλείνουν κι ανοίγουν. Παρατηρήστε το, ξεχάστε ότι μονότονα πιάνει και ρίχνει κάτω την κουδουνίστρα – αυτή είναι η δική σας οπτική.
Δείτε το να κοιτάζει τα μικρά του δάχτυλα, δείτε πόσο ενδιαφέροντα τα βρίσκει. Εξασκεί τους μυς του. αν παρατηρήσετε προσεκτικά, ίσως δείτε αυτά τα δαχτυλάκια να ανοίγουν ένα ένα, αντί όλα μαζί – αυτό είναι μεγάλη πρόοδος.
Σταδιακά το παιδί αποκτά τον έλεγχο των δαχτύλων του, κρυφογελά με χαρά καθώς ρίχνει κάτω την κουδουνίστρα του κι εσείς υπομονετικά τη σηκώνετε για χάρη του. Δεν υπάρχει πονηριά μέσα του, δεν χρειάζεται εξωτερική πειθαρχία, σύντομα θα εγκαταλείψει αυτή τη δραστηριότητα μόνο του, με τη θέλησή του και ίσως τα δαχτυλάκια των ποδιών του να γίνουν για το παιδί το επόμενο πιο ενδιαφέρον πράγμα του κόσμου.
Πάρα πολλές μητέρες αγαπούν βαθιά τα παιδιά τους, αλλά δεν έχουν μάθει ακόμα να τα αγαπούν με σοφία.
Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αφού μόνο πρόσφατα οι παιδαγωγοί άρχισαν να κατανοούν ότι ένα μικρό παιδί έχει μέσα του μια αυθόρμητη παρόρμηση που το ωθεί να αγγίζει τον υλικό κόσμο γύρω του, ίδια με εκείνη που το ωθεί να εξασκεί τους μυς του ξανά και ξανά, προκειμένου να αναπτυχθούν.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό να κατανοήσουμε τον αυθόρμητο τρόπο με τον οποίο το παιδί αναπτύσσεται.
Είμαστε τόσο ανυπόμονοι να βοηθήσουμε!
Στα μάτια μας, το φορτίο της ανάπτυξης φαντάζει τόσο μεγάλο που νομίζουμε πως πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να γίνει ο δρόμος του παιδιού πιο εύκολος. Έτσι η αγάπη μας μπορεί εύκολα να γίνει υπερβολική, και προσφέροντας τόσες πολλές προτροπές, τόσες προφυλάξεις και διορθώσεις, βγάζουμε το παιδί από τον φυσικό δρόμο της ανάπτυξής του και προκαλούμε την εκτροπή της ενέργειάς του, η οποία επιστρέφει στο ίδιο το παιδί, δημιουργώντας νευρικές διαταραχές, φόβο, νωθρότητα, αταξία κι ένα σωρό άλλα ανεπιθύμητα αποτελέσματα, τα οποία εύκολα θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.
Ο τρόπος με τον οποίο επιχειρούμε να εξαλείψουμε αυτές τις δυσάρεστες εκδηλώσεις, είναι διορθώνοντας ακόμη περισσότερο, προσπαθώντας σκληρότερα από ποτέ να εξαναγκάσουμε τον χαρακτήρα του μικρού παιδιού να ακολουθήσει το μονοπάτι που εμείς πιστεύουμε ότι είναι για το καλό του. Και αντί να οδηγηθούμε στο αποτέλεσμα που τόσο ειλικρινά και με τόση αγάπη επιδιώκουμε, οδηγούμε το παιδί να κλείνεται όλο και πιο πολύ στον εαυτό του – ταράζεται και κλαίει ξαφνικά, σαν να απολαμβάνει τα ίδια τα ξεσπάσματά του.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα πιο αφύσικο από ένα υγιές παιδί που φέρεται δύστροπα.
Ένα παιδί που αναπτύσσεται φυσιολογικά θα είναι διαρκώς ευχάριστα απασχολημένο εάν έχει στα χέρια του μικρά αντικείμενα που μπορεί να τα χειρίζεται μόνο του, αντικείμενα που ελκύουν το ενδιαφέρον του.
Στηριζόμενη σ’ αυτήν την αρχή της ανάπτυξης του παιδιού μέσω του χειρισμού ελκυστικών αντικειμένων, ανέπτυξα την εκπαιδευτική μου μέθοδο (Το 1901, τότε που, ως διευθύντρια της Ορθοφρενικής Σχολής στη Ρώμη, η Μοντεσσόρι συνάντησε παιδιά που χαρακτηρίζονταν ως “άπληστα και βρώμικα” από την υπεύθυνη για τη φροντίδα τους, επειδή, αφού τα είχαν ταΐσει, εκείνα έπεφταν στο πάτωμα να παίξουν με τα ψίχουλα.
Η Μοντεσσόρι συνειδητοποίησε τότε ότι εκείνα τα παιδιά που τους είχαν στερήσει πλήρως και το παραμικρό αντικείμενο απασχόλησης, δεν ήταν ούτε άπληστα ούτε βρώμικα, αλλά απεγνωσμένα να κρατήσουν τα χέρια τους κάτι και να ασχοληθούν με αυτό. (Σ.τ.Ε.) Για περισσότερα από τριάντα χρόνια, εργάστηκα με μικρά παιδιά και παρατηρώντας την πορεία της ανάπτυξής τους, τους παρείχα τα μέσα για την εκπαίδευσή τους. Και από όλη αυτή την εμπειρία, ένα πράγμα πρώτα και πάνω απ’ όλα έχει ιδιαίτερη σημασία.
Καμιά φορά είναι τόση η αγάπη μας για τα παιδιά μας, που μας τυφλώνει και δεν μας επιτρέπει να δούμε ποιο είναι το καλύτερο γι’ αυτά.