«Γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι τόσο πολύ ξεχωριστοί, που αξίζει να ζεις, μόνο και μόνο για να τους συναντήσεις κάποτε…». Τα παραπάνω λόγια του μεγάλου ποιητή Τάσου Λειβαδίτη σπάνια βρίσκουν αντίκρισμα στην πραγματική ζωή, ίσως γιατί οι άνθρωποι με όλη τη σημασία της λέξεως, σπανίζουν κι εκείνοι. Η Όλγα Τσικρικού είναι μια τέτοια περίπτωση, κι αν όχι οι άλλοι, η ίδια η ζωή της όφειλε τα καλύτερα…
«Έκλεισα την τηλεόραση και έφυγα…»
Είκοσι τρεις Ιουλίου 2018. Ο ουρανός δεν έχει χρώμα, ούτε το καλοκαίρι μυρωδιά. Ολόκληρη η χώρα, καλύπτεται από το μαύρο, ακόμη κι αν βρίσκεσαι χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο της τραγωδίας ανασαίνεις καπνό και με δυσκολία εκπνέεις. Αδυνατείς να συνειδητοποιήσεις το κακό, ο εφιάλτης δεν σβήνει με το φως της επόμενης ημέρας, στέκεις σαν άγαλμα μπροστά από οθόνες, ακούς συχνά «κλείσε την τηλεόραση, δεν αντέχεται τόσο πόνος».
Μαύρο ξανά, δεν υπάρχει διάδρομος διαφυγής, η έξοδος από την απόλυτη οδύνη είναι κλειστή. Σε κάποιο διαμέρισμα του Γαλατσίου, μία γυναίκα, μητέρα τριών παιδιών, κλείνει κι εκείνη την τηλεόραση. Όχι για να ξεφύγει το μυαλό της, αλλά για να παιδευτεί με τον πόνο των άλλων: «Θυμάμαι ότι κοιτούσα όσα διαδραματίζονταν με μάτια βουρκωμένα.
Μπροστά στην θέα μικρών παιδιών που αγνοούνταν, το βούρκωμα έγινε καταρράκτης δακρύων και εντελώς μηχανικά έκλεισα την τηλεόραση, σηκώθηκα από τον καναπέ, πήρα την τσάντα μου και έφυγα για το καμένο Μάτι.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα ασχοληθεί ποτέ ενεργά με τον εθελοντισμό, ήμουν υπάλληλος σε δικηγορικό γραφείο. Δεν είχα ιδέα τι θα μπορούσα να προσφέρω σ’ εκείνους τους ανθρώπους, αλλά μου φαινόταν μαρτυρικό να κάθομαι άπραγη μπροστά σε μία τηλεόραση την στιγμή που οι ζωές των άλλων γινόντουσαν αποκαΐδια…», λέει η Όλγα Τσικρικού και συνεχίζει:
«Είχα χρόνο στη διάθεσή μου καθώς βρισκόμουν σε άδεια και τα τρία μου παιδιά στον μπαμπά τους με τον οποίο είχε χωρίσει πριν χρόνια… Όταν έφτασα στο δημαρχείο της Ραφήνας αντίκρισα έναν σωρό από πράγματα και κόσμο αποκαμωμένο. “Τι μπορώ να κάνω;”, ρώτησα κάποιον υπεύθυνο. “Πώς μπορώ να βοηθήσω;”.
Μου έδωσαν μερικούς φακούς με προορισμό το Μάτι και την φράση-διαβατήριο: “Πήγαινέ τους στα καμένα, στον Ναυτικό Όμιλο. Οι άνθρωποι εκεί δεν μπορούν να δουν τίποτα…”. Όταν έφτασα στο Μάτι ήρθα αντιμέτωπη με την απόλυτη τραγωδία. Δεν υπήρχε ίχνος ζωής… Είπα ότι στο δημαρχείο της Ραφήνας υπάρχουν πολλά πράγματα, μεταφέραμε με κάποια φορτηγά πολλά από αυτά και στήσαμε στον Ναυτικό Όμιλο μία υπεραγορά όπου υπήρχαν τα πάντα: ρούχα, φαγητά, φάρμακα, εργαλεία και πάνω από όλα πραγματικοί άνθρωποι που είχαν έρθει από κάθε πλευρά της χώρας για να βοηθήσουν.
Έμεινα στο Μάτι έναν μήνα. Κοιμήθηκα σε παγκάκια, έτρεξα όσο ποτέ δεν φανταζόμουν, αν με ρωτούσε κάποιος σήμερα που βρήκα την δύναμη και την ενέργεια δεν θα μπορούσα να του απαντήσω. Σήμερα που το σκέφτομαι θεωρώ ότι το όφειλα στους ανθρώπους με την ευρεία έννοια του όρου. Όταν ήμουν έγκυος στο τρίτο μου παιδί, στον 6ο μήνα κύησης, άρχισα μια μέρα να αιμορραγώ καθώς περπατούσα στον δρόμο.
Εμένα και το παιδί μου, το οποίο γεννήθηκε 980 γραμμάρια, μας έσωσαν περαστικοί… Αν δεν υπήρχαν εκείνοι οι “άγνωστοι θησαυροί” όπως τους αποκαλώ, σήμερα μπορεί να μην ζούσε κανείς από τους δυο μας. Όπως λοιπόν κάποιοι άγνωστοι έσωσαν τη δική μας ζωή έτσι κι εγώ όφειλα να σώσω τη ζωή κάποιων άλλων… Δεν ήταν εύκολο. Έβλεπες ανθρώπους απόλυτα χαμένους αλλά και περήφανους, άκουγες παιδιά να σου λένε
“Μη με παίρνεις αγκαλιά γιατί μπορεί να καείς”, πάλευες για το κάτι μέσα στο απόλυτο τίποτα. Δύσκολη αλλά όχι άνιση μάχη… Στο σπίτι μου πήγαινα μόνο για ένα μπάνιο, δεν μπορούσα να μείνω ούτε λεπτό παραπάνω. Τα παιδιά μου, μου έλεγαν: “Μαμά, εμείς είμαστε καλά. Πήγαινε στο Μάτι να βοηθήσεις τα άλλα παιδάκια. Σε έχουν περισσότερη ανάγκη από εμάς…”. Εκείνη την εποχή ο μοναδικός προορισμός μου ήταν το Μάτι. Η μοίρα τον ήθελε λίγο καιρό μετά να γίνει και ο απόλυτος…»
Ένας έρωτας, ένα μωρό, ένας γάμος κι ένα μάθημα ζωής…
Το διάστημα που η Όλγα βρίσκεται ως εθελόντρια στο Μάτι γνωρίζει πολύ κόσμο. Ανάμεσα τους, ένας Ματιώτης, ο Βασίλης, οι γονείς του οποίου καθώς και ο ίδιος σώθηκαν από θαύμα. Ο Βασίλης ήταν ένας από τους ανώνυμους ήρωες της τραγωδίας που πάλεψε με τις φλόγες σώζοντας πολύ κόσμο από τον θάνατο:
«Θαύμασα σε εκείνον τη δύναμη και την καλοσύνη του, το πάθος του για κάθε τι καλό. Όταν έφυγα από το Μάτι χαθήκαμε κι ύστερα, στις 13 Σεπτεμβρίου του 2018, βρεθήκαμε ξανά τυχαία μέσα σε κάποιο αεροπλάνο με προορισμό την Ρόδο. Ταξιδεύαμε και οι δύο για επαγγελματικές υποχρεώσεις, το ότι βρεθήκαμε πάλι μαζί και μ’ αυτόν τον τρόπο, έμοιαζε σχεδόν καρμικό. Στην πραγματικότητα δεν ήθελα να φύγω ποτέ από το Μάτι», λέει η Όλγα και συνεχίζει:
«Στη συνέχεια συναντηθήκαμε κάποιες φορές στην Αθήνα και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους μου πρότεινε να ζήσουμε μαζί στο σπίτι του, στο Μάτι. Είπα αμέσως το “ναι” χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά. Εκτοτε, ζούμε μαζί και την ευτυχία μας πλαισιώνουν ο 8χρονος γιος μου από τον πρώτο μου γάμο _ τα άλλα δύο παιδιά μου είναι πλέον μεγάλα _ και το μωρό μας που ήρθε στον κόσμο πριν από τέσσερις μήνες.
Όσο για τον γάμο μας ήταν όπως ακριβώς τον ονειρευόμουν: πριν από έναν μήνα, εκεί που καθόμασταν, γυρίζει ο Βασίλης και μου λέει: “Βάλε κάτι ωραίο και πάμε στην εκκλησία να παντρευτούμε. Τα έχω κανονίσει όλα…”. Το μοναδικό της υπόθεσης είναι πως κουμπάρος μας έγινε ο οκτάχρονος γιος μου! Ήταν ένας γάμος σαν παραμύθι… Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω νιώσει τόσο ήρεμη και τόσο ευτυχισμένη.
Εχω δίπλα μου έναν υπέροχο άνθρωπο, ένα ακόμη παιδί και γείτονες με χρυσή καρδιά, ακόμη κι αν κάποτε, κάποιοι, την έκαναν μαύρη… Τι με δίδαξε το Μάτι; Όλα όσα δεν μπόρεσε να μου μάθει μία ολόκληρη ζωή και κυρίως ότι δεν πρέπει να γκρινιάζουμε αλλά να εκτιμάμε αυτά που έχουμε γιατί μέσα σε πέντε λεπτά μπορεί όλα να χαθούν. Να δίνετε στους άλλους με την καρδιά σας όσα μπορείτε, κι αν δεν σας τα επιστρέψουν οι ίδιοι είναι βέβαιο ότι θα σας τα επιστρέψει η ίδια η ζωή…»