Μοναστήρι Οσίου Λουκά: Τo σπουδαιότερο βυζαντινό μνημείο της Ελλάδας του 11ου αιώνα

Το μοναστήρι με τις δύο μεγάλες εκκλησίες (το ναό της Παναγίας και το Καθολικό), την Κρύπτη, το καμπαναριό, τα κελλιά και τ’ άλλα κτίσματα, αφιερωμένο στον θαυματουργό τοπικό άγιο, απέκτησε σύντομα μοναδική ακτινοβολία και τούτο γιατί η μορφή της τέχνης του θεωρείται πρότυπο για τα βυζαντινά μνημεία του 11ου αι. σε όλη την Ελλάδα.

Βασική πηγή των πληροφοριών μας για το μοναστήρι και τον Όσιο Λουκά είναι ο Βίος του, που συνέταξε ανώνυμος μαθητής του το 962, λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Οσίου το 953.

Στα θεία χαρίσματα του ασκητή Οσίου οφειλόταν η στενή του σχέση με τους στρατηγούς του Θέματος της Ελλάδος, με έδρα την ακμάζουσα τότε Θήβα. Οι στρατηγοί Πόθος, γιός του Λέοντος Αργυρού, και Πρωτοσπαθάριος Κρηνίτης ο Αροτράς τίμησαν τον Όσιο.

Ο Κρηνίτης μάλιστα άρχισε να κτίζει με έξοδά του εκκλησία, όσο ζούσε ο Όσιος, το 946, στο όνομα της Αγίας Βαρβάρας.

Δύο χρόνια μετά το θάνατο του Οσίου οι μαθητές και συμμοναστές του τελειοποίησαν και κόσμησαν την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, μετέβαλλαν το κελί όπου τάφηκε ο Όσιος σε «ιερό ευκτήριο» με σχήμα σταυρικό και ανοικοδόμησαν νέα κελλιά και ξενώνες.

Επομένως, το έτος 955 υπήρχε μία πρώτη μοναστική κοινότητα. Σύμφωνα με τον Ε. Στίκα ο ναός της Αγίας Βαρβάρας ταυτίζεται με το ναό της Παναγίας και ο ευκτήριος οίκος με την Κρύπτη.
Η οικοδομή του Καθολικού, πού τοποθετείται χρονολογικά στις πρώτες δεκαετίες του 11ου αι., αποδίδεται, σύμφωνα με την παράδοση, σε τρείς αυτοκράτορες του Βυζαντίου:

Τον Ρωμανό Β΄ (959-963), τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο (976-1028) και τον Κωνσταντίνο Θ΄ το Μονομάχο(1042-1056).

Ο Όσιος Λουκάς είχε προφητέψει το 941 ότι «Ρωμανός Κρήτην χειρούται», θα ελευθερώσει δηλαδή την Κρήτη από τους Σαρακηνούς.

Όταν ρωτήθηκε αν επρόκειτο για τον αυτοκράτορα Ρωμανό Α ΄ πού βασίλευε την εποχή εκείνη, απάντησε «ουχ ούτος αλλ’ έτερος».

Έτσι η ανέγερση του Καθολικού συνδυάστηκε με την προφητεία αυτή, γιατί ήταν επόμενο ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ρωμανός Β΄ να θέλησε να ανεγείρει έναν μεγαλοπρεπή ναό από ευγνωμοσύνη στον Όσιο για την απελευθέρωση της Κρήτης (961), όπως είχε προφητέψει είκοσι χρόνια νωρίτερα.

Όμως ο Ρωμανός Β΄ απεβίωσε το 963, δύο χρόνια μετά την ανακατάληψη της Κρήτης. Επομένως το χρονικό διάστημα των δύο ετών που μεσολάβησε κρίνεται ανεπαρκές για την αποπεράτωση του μεγαλεπήβολου αυτού έργου.

Τίποτε το συγκεκριμένο δεν προκύπτει για την ίδρυση του Καθολικού κατά την βασιλεία του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου, αφού το σημαντικότατο αυτό γεγονός δεν μνημονεύεται στις λεπτομερείς περιγραφές των συγγραφέων για τη θριαμβευτική πορεία του αυτοκράτορα από την Αχρίδα στην Αθήνα (1018-1019).

Αντίθετα υποστηρίχθηκε η εκδοχή της συμβολής του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ του Μονομάχου στην ανέγερση του Καθολικού, γιατί:

α) κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αναζωογονήθηκαν οι τέχνες και τα γράμματα και δαπανήθηκαν μεγάλα ποσά για την ίδρυση μεγαλόπρεπων ναών και κοινωφελών ιδρυμάτων και

β) κατά μία σημαντικότατη πληροφορία που παρέχει ο περιηγητής Κυριακός ο Αγκωνίτης (1391-1455), η οικοδομή του Καθολικού του Οσίου Λουκά πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μονομάχου (1042-1055).

Τη Μονή επισκέφθηκε ο Κυριακός κατά την περιοδεία του στην Ελλάδα από το τέλος του 1435 ως το Μάρτιο του 1436.

Ο περιηγητής έγραψε «ιδία χειρί», μικρό κείμενο, στο οποίο αναφέρει ότι ο ναός του Οσίου Λουκά κτίστηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο και ότι την πληροφορία αυτή τη διάβασε σε παλαιότατο βιβλίο της Μονής.
Η θεωρία η οποία συνδέει την ίδρυση του μεγαλόπρεπου ναού με την αριστοκρατία της πλούσιας Θήβας της εποχής αυτής αντικρούεται από το γεγονός ότι ο όγκος του κτιρίου, το είδος και η αξία των υλικών του παραπέμπουν σε πλούσια βασιλικά θησαυροφυλάκια και καλλιτέχνες που κόσμησαν αυτοκρατορικά κτίσματα.

Η προσωνυμία «βασιλομονάστηρο» αποδίδει την αυτοκρατορική καταγωγή της Μονής, καθώς και την αίσθηση του πλούτου και της τελειότητας του μνημείου από τους μεταγενέστερους.

Αξίζει να αναφερθεί εδώ η γνώμη του ιστορικού Κ. Παπαρρηγόπουλου που σημειώνει ότι η ίδρυση μεγαλόπρεπων μονών κατά την εποχή αυτή ομοίαζε με θρησκευτική αντεπίθεση μετά την περίοδο της Εικονομαχίας και με επιτακτική εθνική ανάγκη για την ενότητα του πληθυσμού, μετά τις αλλεπάλληλες επιδρομές βαρβαρικών φύλων, καθώς επίσης και η γνώμη του καθηγητή Άγγελου Προκοπίου, που αναφέρει ότι η Μονή του Οσίου Λουκά ήταν ένα κέντρο για την αναζωπύρωση της Ορθοδοξίας, ένα δοξαστικό μνημείο για τη νίκη της Κρήτης, αλλά και ο εκθαμβωτικός μαγνήτης για τον εξελληνισμό των βαρβάρων λαών που ήλθαν να κατοικήσουν στον ελλαδικό χώρο.

Πηγή: ekklisiaonline.gr

Related posts

Συγκλονίζει Έλληνας Πιλότος: «Μου εμφανίστηκε η Παναγία και ο Χριστός και με επανέφεραν στην ζωή»

Τι κάνει η ψυχή τις πρώτες δύο μέρες μετά τον θάνατο; – Οι ψυχές ζουν και…

«Εiναι 100 ετών, δεν έφaγε ποτέ φροúτα, λαχανıκά & κpέας στη ζωή του»: Το μuστικό μακροζωΐας του Μίμη Πλέσσα