Εκτός από τις ιστορίες που συνοδεύουν τη δημιουργία των τραγουδιών υπάρχουν και τα τραγούδια που αφηγούνται ιστορίες, ιστορίες της ζωής και της καθημερινότητας, από αυτές που συμβαίνουν δίπλα μας και είναι μέρος μιας πραγματικότητας που μας διαμορφώνει. Ιστορίες άλλοτε χαρούμενες και άλλοτε λυπηρές, που είναι όλες μέσα στο πρόγραμμα της ζωής, όλες για μας, για τους ανθρώπους της διπλανής ή της απέναντι πόρτας, ιστορίες που θα μπορούσαν να αφορούν άμεσα ή έμμεσα και δικούς μας ανθρώπους.
Μία τέτοια ιστορία ζωής κατέγραψαν οι Αδερφοί Κατσιμίχα στο τραγούδι «Φάνης» που κυκλοφόρησε στο δίσκο «Ζεστά Ποτά» του 1985:
Ένας άνθρωπος, προφανώς «ιδιαίτερος», «περίεργος» ή «διαφορετικός» για τα κοινωνικά μέτρα, βρίσκεται φυλακή. «Τρελάδικο και φυλακή δυο χρόνια κι έξι μήνες», σύμφωνα με την αφήγηση των Κατσιμιχαίων, και μετά από την περίοδο αυτή αποφυλακίζεται, γιορτάζει και προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη ζωή του, ζητώντας από την κοινωνία μία δεύτερη ευκαιρία.
Ο Φάνης όμως είναι στιγματισμένος και χαρακτηρισμένος κοινωνικά: έχει κίτρινο χαρτί, λερωμένο ποινικό μητρώο, είναι πρώην κατάδικος και το γεγονός αυτό κάνει τους ανθρώπους και τους πιθανούς εργοδότες του επιφυλακτικούς έως απορριπτικούς απέναντί του. Πού να μπλέκει κανείς τώρα… Ο Φάνης είχε «κίτρινο χαρτί» και αυτό το χρώμα φέρνει αλλεργία, ζήτησε δουλειά δεξιά και αριστερά «Κι αλλού ξανά κι αλλού τα ίδια και τα ίδια» και ούτε μια δικαιολογία ή απολογία δεν μπόρεσε να πει για τις επιλογές ή τις μη επιλογές της ζωής του.
Ένας εξαρτημένος ναρκομανής που θέλει να γίνει «πρώην» ο Φάνης, κακοποιημένος στη φυλακή, ένας άρρωστος που ζητάει βοήθεια μέσα από δουλειά για να ξανασταθεί στα πόδια του και να πάρει τη ζωή του απ’ την αρχή. Και ενώ η ζωή οφείλει να περπατάει μέσα από τη συγχώρεση και τη συμφιλίωση και οι άνθρωποι να προχωρούν μπροστά όχι ξεχνώντας, αλλά μη βάζοντας τη μνήμη εμπόδιο στη συνέχεια της ζωής, ο Φάνης δε βρίσκει τη δεύτερη ευκαιρία που ζήτησε από όλους εμάς: ολιγωρία, φόβος, προκατάληψη, αδιαφορία, απέχθεια είναι αυτά που συνάντησε. «Σαν άνθρωπος κι αυτός ήθελε να ζήσει» αλλά δεν το κατόρθωσε. Και το τέλος ήρθε πια ως λύτρωση για το μαρτύριο του ίδιου, αλλά καθώς φαίνεται και για τη δική μας αμηχανία.
Το 1977, όταν οι αδελφοί Κατσιμίχα πήγαν πρώτη φορά στην δισκογραφική εταιρεία για να παρουσιάσουν τα τραγούδια τους, συνάντησαν έναν απλό τότε υπάλληλο της εταιρείας, ο οποίος ακούγοντάς τα τους είπε πως αν ήταν στο χέρι του, τα τραγούδια αυτά θα γίνονταν δίσκος την επόμενη ημέρα.
Το 1985, όταν εκδόθηκε ο πρώτος τους δίσκος, τα «Ζεστά Ποτά», στο βιβλιαράκι του δίσκου αναγραφόταν πως τον «Φάνη» τον αφιέρωναν σε εκείνον στον άνθρωπο που τους είχε πει τα παραπάνω λόγια. Ήταν ο Μάνος Ξυδούς, μετέπειτα μουσικός παραγωγός και μέλος των Πυξ Λαξ. Ο «Φάνης» λοιπόν, αφιερώθηκε σ’ αυτόν.
Δυο χρόνια είχα να σε δω
Και σε συνάντησα ξανά μια Κυριακή
Κερνούσες ούζα και κονιάκ στο καφενείο
Και τα καλά σου φόραγες σαν να ‘τανε γιορτή
Δεν ήσουνα φαντάρος για να σου πω καλός πολίτης
Μα ούτε και που γιόρταζες για να σου πω χρονιά πολλά
Τρελάδικο και φυλακή δυο χρόνια κι έξι μήνες
Ήπια το ούζο κι είπα γεια χαρά
Το ξέρω ζήτησες δουλειά σε χίλια δυο αφεντικά
Κι όλοι ζητούσανε να δουν συστάσεις, προϋπηρεσία
Μα μόλις είδανε κι αυτοί πως είχες κίτρινο χαρτί
Σε διώξανε σαν το σκυλί κι ούτε σ’ αφήσανε να πεις
Μια δικαιολογία
Και είπες στην αρχή καλά κι αλλού εζήτησες δουλειά
Κι αλλού ξανά κι αλλού τα ίδια και τα ίδια
Μα ήσουν άτυχος πολύ γιατί έπεσες και σ’ εποχή
Που όλοι σφίγγαν το λουρί κι εσύ είχες κίτρινο χαρτί
Κι αυτό το χρώμα ξέρεις φέρνει αλλεργία
Κι ερχότανε κι ο πυρετός κάθε που νύχτωνε
Σε τυρρανούσε καλοκαίρι και χειμώνα
Κι είναι μαρτύριο τρομερό το βίτσιο αυτό το βρομερό
Που σου ‘μαθε στη φυλακή
εκείνος ο ψηλός απ’ τη Δραπετσώνα
σου λείπει η σκόνη η λευκή, το ξέρεις πως δεν φταις εσύ
φωτιές σου καίνε το κορμί,
κουτάλι και βελόνα
Και έκανες υπομονή γιατί φοβόσουν το κελί
Καλόπιανες τη μοναξιά και τον ασβέστη που ‘πεφτε
Σαν χιόνι απ’ το ταβάνι
Και μέχρι να σου βγει η ψυχή δεν θα ξεχάσεις μια στιγμή
Κάποια βραδιά στη φυλακή φωνές και κλάματα
Κι είπανε τ’ αλλο το πρωί στο δεκαπέντε το κελί
Ότι βιάσαν οι παλιοί τον έφηβο το Φάνη
Κι όταν σε βρήκαν παγωμένο στο κελί σου
Είπαν αυτός είναι απ’ ώρα πια νεκρός
Και κάποιος έτρεξε τηλέφωνο να πάρει
Πέντε βδομάδες τώρα υπόφερες το ξέρω
Το ξέρω σου ‘λειψε η σκόνη η λευκή
Και μού ‘λεγες εκεί ξανά δε θα γυρίσω
Βαρέθηκα τις νύχτες τις λευκές
Σαν άνθρωπος κι εγώ θέλω να ζήσω
Δυο χρόνια είχα να σε δω
Και σε συνάντησα ξανά μια Κυριακή
Κερνούσες ούζα και κονιάκ στο καφενείο
Και τα καλά σου φόραγες σαν να ‘τανε γιορτή