Μου έλεγες πάντα πως θα ζήσουμε μαζί, θα γεράσουμε μαζί μέχρι τα μαλλιά μας να γίνουν γκρίζα. Πώς μπόρεσες και έφυγες χωρίς εμένα; Ποιόν θα ακούμε τώρα εγώ και η κόρη μας, πώς θα ζήσουμε; Γιατί έφυγες, γιατί δεν μας σκέφτηκες;
Όποτε ξαπλώναμε μαζί να κοιμηθούμε, έβαζες το χέρι στη κοιλιά μου και γελούσες «Δεν με θέλει καθόλου η κόρη μας έτσι; Όλο με κλωτσάει» έλεγες. Σε λίγες μέρες γεννάω κι εσύ δεν είσαι εδώ, δεν θα είσαι ποτέ. Το παιδί μας δεν θα γνωρίσει τον μπαμπά του κι εγώ δεν θέλω να γεννήσω, θέλω να πεθάνω. Σε παρακαλώ πάρε μας μαζί σου…
Μα κι αν δεν έρθεις, σε παρακαλώ έλα στα όνειρά μου. Πες μου τι να κάνω, βοήθησέ με. Μίλα μου. Ποιόν θα λέει «μπαμπά» το κορίτσι μας; Εεεε σας φωνάζω. Μπορεί κανείς να καταλάβει τι περνάω; Υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω, με ακούτε; Δεν υπάρχει αυτό που ζω!!
Αγάπη μου, είσαι σε ένα άλλο μέρος μακριά από εμάς. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που έφυγες από το σπίτι να πας για δουλειά, με φίλησες και μου είπες «θα έρθω νωρίς σήμερα». Γιατί δεν ήρθες ποτέ, ούτε νωρίς ούτε αργά. Ούτε στη δουλειά πήγες. Κάποιος είδε το αμάξι σου να φεύγει από το δρόμο, να χτυπάει σε μια μάντρα, να γίνεται η ζωή μας κομμάτια. Κάποιος κάλεσε το ασθενοφόρο αλλά ήταν αργά. Κάποιος ήρθε και μου είπε ότι έφυγες και νόμιζα ότι μου έκαναν φάρσα, μα πώς; Αφού ήσουν εδώ πρίν μισή ώρα. Αφού μου είπες θα έρθεις νωρίς σήμερα, αφού πήγαινες για δουλειά. Είσαι στη δουλειά είμαι σίγουρη, έκαναν λάθος, δεν είσαι εσύ που χτύπησες. Όχι δεν είσαι!
Και πήρα στη δουλειά και κανείς δεν ήξερε που είσαι και με ρωτούσαν γιατί δεν πήγες και έκλαιγα. Γιατί έφυγες, τι σου έκανα; Γιατί άφησες πίσω σου το πρώτο σου παιδί, τη γυναίκα σου, τους φίλους σου, τη ζωή σου, τη ζωή μου; Έχω ένα μήνα να κοιμηθώ. Δεν τρώω δεν μιλάω σε κανέναν. Δεν πάω στο γιατρό δεν με νοιάζει να γεννήσω. Τι να πώ εγώ τώρα σε αυτό το παιδί που είμαι διαλυμένη; Πώς να το μεγαλώσω, τι να του πω για τον πατέρα του; Τι να πω σε ένα παιδί που πρίν καν γεννηθεί δεν θα μάθει ποτέ τι σημαίνει μπαμπάς, τι σημαίνεις εσύ για μπαμπάς. Τι υπέροχος άνθρωπος που είσαι, γιατί ναι είσαι. Δεν ήσουν, δεν έφυγες. Είσαι εδώ και μια μέρα θα ξυπνήσω και δεν θα υπάρχει κηδεία, μαύρα, συγγενείς που κλαίνε, λόγια “αφήνει μια έγκυο πίσω του πω πω την καημένη”, τρέλλα, απόγνωση. Μια μέρα θα είμαστε όλοι μαζί και οι τρείς. Θα μετράω τις ώρες τα λεπτά να έρθεις να μας πάρεις. Έχω βάλει και το καλό μου το φουστάνι, κρατάω και τη βαλίτσα του μαιευτηρίου και σε περιμένουμε. Εγώ και η κόρη μας.
Στον άντρα μου, Δημοσθένη, που έφυγε σε τροχαίο και πήρε μαζί του τη ζωή μου…