Αρχές της δεκαετίας του 1930, η μυθιστορηματική απόδραση του Έλληνα κομμουνιστή Μιχάλη Μπεζεντάκου από τις φυλακές Συγγρού τάραξε το πολιτικό κατεστημένο της εποχής.
Το συμβάν απέκτησε προϊόντος του χρόνου θρυλική υπόσταση και έγινε ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια της Αριστεράς. Επισκιάστηκε ωστόσο 23 χρόνια αργότερα από ένα αντίστοιχο γεγονός, το οποίο είχε διεθνή απόηχο και πανηγυρίστηκε από την κομμουνιστική κοινότητα εντός και εκτός χώρας. Παραμένει έως και σήμερα η μεγαλύτερη απόδραση στα ελληνικά δικαστικά χρονικά και μία από τις θεαματικότερες παγκοσμίως (!), λόγω της μαζικότητας της και του τρόπου με τον οποίο διέφυγαν οι δραπέτες.
Η περιοχή των Βούρλων Δραπετσώνας βρίσκεται μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από το λιμάνι του Πειραιά. Στα τέλη του 19ου αιώνα, και ενώ ολόκληρη η περιοχή καλυπτόταν από έλος όπου φύτρωναν θαμνοειδή βούρλα, χτίστηκαν εκεί 72 ισόγεια σπίτια για να στεγάσουν οίκους ανοχής. Στο χώρο λειτούργησε το πρώτο δημόσιο πορνείο σε λιμάνι της Μεσογείου, προκειμένου να εξυπηρετεί τις «ανάγκες» ναυτικών και εργατών. Μια περιοχή απόλυτης εξαθλίωσης, που στέγασε απελπισμένες γυναίκες και εξελίχθηκε σε φρικτή φυλακή, εμπνέοντας τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Μ. Καραγάτση, τη Γαλάτεια Καζαντζάκη τη Λιλίκα Νάκου και πολλούς ακόμα ανθρώπους των τεχνών.
Την περίοδο της Κατοχής οι Ιταλοί και οι Γερμανοί μετέτρεψαν το συγκρότημα αυτό σε φυλακές, κατασκευάζοντας ψηλούς μαντρότοιχους και στήνοντας εσωτερικές και εξωτερικές σκοπιές, ενώ μετά την απελευθέρωση το χώρο παρέλαβαν οι ελληνικές Αρχές.
Τη δεκαετία του ‘50 οι φυλακές θεωρούνταν πλέον υψίστης ασφαλείας υπό την ονομασία Δικαστικές Φυλακές Πειραιώς, διαθέτοντας δύο πτέρυγες για ποινικούς κρατούμενους και μία για πολιτικούς.
Το 1954, και με βάση τον Μεταξικό νόμο 375/36, η κυβέρνηση του «Ελληνικού Συναγερμού», υπό τον Αλέξανδρο Παπάγο, προχώρησε σε ομαδικές συλλήψεις στελεχών του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, με την κατηγορία της κατασκοπείας σε βάρος της χώρας.
Η ιδέα της απόδρασης από τους κομμουνιστές που ήταν κρατούμενοι στα Βούρλα, ξεκίνησε στα τέλη του 1954. Επρόκειτο για μια ασύλληπτη επιχείρηση, που απαιτούσε σκάψιμο μιας σήραγγας μήκους 18-19 μέτρων και διαμέτρου 80 εκατοστών, απ’ όπου οι φυλακισμένοι θα διέφευγαν έρπειν. Αρχικά έπρεπε να τρυπήσουν το τσιμεντένιο δάπεδο και να σχηματίσουν «πηγάδι» βάθους τριών μέτρων, απ’ όπου θα ξεκινούσε η σήραγγα. Το σημείο «μηδέν» ήταν κάτω από το κρεβάτι του κρατούμενου στο κελί 13. Η υπόγεια σήραγγα θα περνούσε κάτω από τα θεμέλια του τοίχου της φυλακής και του εξωτερικού μαντρότοιχου, θα διέσχιζε την οδό Δογάνη, θα περνούσε τον εξωτερικό τοίχο του εργοστασίου «Ντεστρέ» και θα κατέληγε στους λουτήρες του εργοστασίου.
Επί τρεις μήνες οι κρατούμενοι συνέλεγαν πληροφορίες για τις συνθήκες γύρω από τις φυλακές, την απόσταση έως το εργοστάσιο και κατάστρωναν το παράτολμο σχέδιο. Για άλλους τέσσερις μήνες οι επίδοξοι δραπέτες έσκαβαν μέρα – νύχτα, διαθέτοντας αρχικά μόνο ένα κοπίδι και ένα τσαγκαράδικο σφυρί, στα οποία προστέθηκε αργότερα και ένα σκεπάρνι!
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που εύλογα αντιμετώπισαν ήταν η ζέστη και η έλλειψη οξυγόνου μέσα στη σήραγγα. Όσο το έργο προχωρούσε τόσο πιο ασφυκτική γινόταν η κατάσταση μέσα σε αυτή. Από ένα σημείο και πέρα η παραμονή αυτού που δούλευε κάτω από τη γη δεν γινόταν να είναι μεγαλύτερη από 10 λεπτά κι έτσι κάθε τόσο άλλαζαν και οι βάρδιες του σκαψίματος. Την παροχή οξυγόνου διευκόλυναν με αέρα που κατέβαζαν με τις σαμπρέλες από τις μπάλες του βόλεϊ, με βεντάλιες, με τεχνητούς χειροκίνητους ανεμιστήρες και ό,τι άλλο εφεύρισκαν. Σε ότι αφορούσε το πρόβλημα των υποστηλώσεων, το έλυσαν με σανίδες που αφαιρούσαν από τα κρεβάτια τους ή με τα τελάρα των παραθύρων, που το φθινόπωρο και το χειμώνα προστάτευαν τα κελιά από τη βροχή και – τώρα – λόγω καλοκαιρίας είχαν βγει και στοιβαχτεί στο προαύλιο.
Όταν πια έφτασαν εκεί που είχαν υπολογίσει ότι θα ήταν η δίοδος προς την ελευθερία, άνοιξαν μια μικρή τρύπα και κατόπτευσαν το χώρο. Και πράγματι από αυτήν βρήκαν θέα στους λουτήρες του εργοστασίου «Ντεστρέ». Απέμενε πια μόνο η τελική φάση του εγχειρήματος: η φυγή. Έκλεισαν την τρύπα και τη μετέθεσαν για δύο ημέρες, επιλέγοντας το μεσημέρι της Κυριακής.
Την 17η Ιουλίου του 1955, μετά το συσσίτιο, οι κρατούμενοι φορούν πιτζάμες πάνω από τα ρούχα τους, κάλτσες πάνω από τα παπούτσια τους και μαντήλια στα κεφάλια τους, προκειμένου να βγουν στον έξω κόσμο καθαροί και να μην δίνουν στόχο. Διασχίζουν, σαν ποντικοί, κατά ομάδες το αυτοσχέδιο, υπόγειο λαγούμι και λίγο αργότερα 27 άνθρωποι ολοκληρώνουν μια από τις πιο «κινηματογραφικές» αποδράσεις της παγκόσμιας ιστορίας.
Η είδηση της απόδρασης έσκασε σαν «βόμβα» και η κινητοποίηση των αρχών ήταν αστραπιαία. Αμέσως έκλεισαν οι δρόμοι με μπλόκα και έλεγχο των περαστικών, ενώ επί σειρά ημερών περισσότεροι από 20.000 αστυνομικοί επιδόθηκαν σε ένα πρωτοφανές ανθρωποκυνηγητό. Οι δραπέτες όμως είχαν γίνει καπνός. Μετά την αποτυχημένη επιχείρηση εντοπισμού, η κυβέρνηση Παπάγου τους επικήρυξε με νόμο του 1871 «περί ληστοκρατείας», ως «λίαν επικινδύνους διά την δημοσίαν ασφάλειαν» με μεγάλα ποσά: έως 30.000 δραχμές για το φόνο ή τη σύλληψη τους και έως 15.000 δραχμές για την αποτελεσματική κατάδοσή τους «εις τας αρμόδιας Αρχάς». Επιπλέον ανακοινώθηκαν αυστηρές ποινές για όσους τους έκρυβαν. Την ίδια ώρα ο παράνομος ραδιοφωνικός σταθμός του ΚΚΕ έκανε έκκληση για προστασία τους από τον απλό κόσμο. «Καλούμε τον λαό και όλους τους πατριώτες να προστατεύσουν τους αγωνιστές που κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από τις φυλακές της αμερικανοκρατίας. Ελευθερία και γενική αμνηστία στους αγωνιστές».
Ο αντίκτυπος του γεγονότος ήταν διεθνής και το πλήγμα κύρους για την κυβέρνηση μεγάλο. Τα μέτρα δεν απέδωσαν άμεσα, αλλά αρκετό καιρό αργότερα 13 από τους 27 συνελήφθησαν μετά από κατάδοση και άλλοι δύο τυχαία. Ο πιο άτυχος ήταν ο 31χρονος, τελειόφοιτος ιατρικής κατά την απόδραση, Γιώργος Γεωργίου, που δολοφονήθηκε. Σύμφωνα με σχετικό αστυνομικό δελτίο, σκοτώθηκε από σφαίρα αστυνομικού αποσπάσματος «επιχειρώντας να εξέλθη παρανόμως των ελληνικών συνόρων». Ουδείς βέβαια έμαθε ποτέ αν υπήρξε κάποιος που εισέπραξε την παχυλή αμοιβή για το θάνατό του. Οι δραπέτες γνώριζαν εξαρχής ότι δεν υπήρχε για αυτούς μέλλον στη χώρα, δέκα εξ αυτών κατάφεραν να διαφύγουν στο εξωτερικό.
Μετά την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των τριών συντρόφων του το 1952, η επικήρυξη των 27 που επιβράβευε ακόμα και τη δολοφονία τους, ήταν ένα ακόμη μνημείο κυβερνητικής ντροπής τις περιόδους του «τυφλού» διωγμού των πολιτικών αντιπάλων.