Τάσος Νούσιας: Με την γυναίκα μου δεν έχουμε παντρευτεί. Αφήσαμε ένα πάρτυ για το τέλος

Ο Τάσος Νούσιας γεννήθηκε στα Γιάννενα. Στην Αθήνα ήρθε μετά τις θεατρικές του σπουδές στην Θεσσαλονίκη. Αγαπάει τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, το θέατρο. Ζει με την Μαρλέν Καμίνσκι και την 12χρονη κόρη τους.

«Είμαι Γιαννιώτης, γέννημα-θρέμμα. Η ταυτότητά μου είναι ηπειρώτικη. Νομίζω ότι από πολύ νωρίς, με τα σκετσάκια στις γιορτές στο σχολείο, καταλάβαινα ότι όταν το έκανα αυτό, άρεσε. Εμεινε όμως πίσω. Και ξανάσκασε λίγο πριν τελειώσω το λύκειο όταν διερωτήθηκα τι θα κάνω στο μέλλον. Υπήρχε η Γυμναστική Ακαδημία –ήμουν αθλητής, πρωταθλητής, μέλος της εθνικής ομάδας στον στίβο. Είχα όμως ήδη ακολουθήσει τεχνικό λύκειο και πήρα πτυχίο στην βιομηχανική παραγωγή. Μου άρεσε πάρα πολύ. Αλλά παράλληλα στην τρίτη λυκείου, έμαθα, από την Θεοδώρα την Τζήμου, ότι υπήρχε ένα θεατρικό εργαστήρι. Μαζευόμασταν γύρω από τον δάσκαλό μας, τον Γιώργο Νάκο. Πήγα και κόλλησα…. Και προετοιμαστήκαμε για σχολές, εκείνη πέρασε στο Εθνικό κι εγώ στο Κρατικό. Ετσι ξεκίνησε η σχέση μου με το θέατρο.

«Είχα αφήσει τον αθλητισμό –λόγω ενός μεγάλου τραυματισμού στην επιγονατίδα που με κράτησε απ΄έξω την χρονιά που ήταν να μπω στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Ηταν μια απογοήτευση. Μπορεί αν δεν είχε συμβεί αυτό να μην έδινα ποτέ για θέατρο. Κι αφού πέρασα πια το ακολούθησα.
Είναι αλήθεια ότι ήμουν πολύ άγριο νιάτο, συνέχεια κάπου μπλεκόμουν –μηχανάκια κατά κόρον, πειραγμένα. Ηταν τότε που από κόντρες χάθηκαν άνθρωποι. Ημασταν ξαπλωμένοι στην σέλα και τέρμα τα γκάζια. Κινδύνεψα πολλές φορές. Πέρασα καταστάσεις που μετά έκανες τον σταυρό σου, σαν να τις προσπέρασες. Οχι, μυαλό δεν βάζεις τότε, ζεις για την αδρεναλίνη. Δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη. Είχαμε τρακάρει, είχαμε χτυπήσει αλλά όχι τόσο σοβαρά σε κατάσταση κώματος. Τώρα έχω μηχανή και είμαι πια πολύ προσεκτικός. Βλέπω τους πιτσιρικάδες και λέω πώ πώ…».

«Με τα χρόνια κατάλαβα ότι ο άνθρωπος από την ώρα που γεννιέται ως την ώρα που θα φύγει πρέπει να βρίσκει πολύτροπες κατευθύνσεις να διαχειριστεί, πράγματα καθημερινά, σε όλα του τα βήματα. Και στα πολύ βαθύτερα που τον απασχολούν. Το μυαλό δεν είναι πάντα καλός σύμβουλος, θέλει αντιστάσεις.
Εχω μάνα φιλόλογο και με επηρέασε. Μας πήγαινε σε αρχαιολογικούς τόπους –ο πατέρας μου, δεν υπάρχει πια, ασχολείτο με την λογιστική. Πρώτη φορά κοινώνησα θέατρο όπως λέω εγώ στην Δωδώνη.
Σήμερα συνειδητοποιώ, και μέσα από την κόρη μου, το έλλειμμα παιδείας που υπάρχει στο σχολείο. Γιατί να μην του εμφυσήσεις την αγάπη για τον τόπο του, την μνήμη, την ιστορία, την παράδοση αλλά και για τις ικανότητές του. Αντ΄αυτού το εγκλωβίζεις σε μια ύλη που μπορεί να μην του φανεί χρήσιμη και ποτέ. Με θεωρητικές κατευθύνσεις χωρίς να του ανοίγεις το μυαλό. Ενώ έχουμε τέτοια παράδοση φωτεινών ανθρώπων που δημιούργησαν μέσα από την παρατήρηση».

«Τώρα ζούμε μια φρίκη, μπροστά σε ένα κομπιούτερ. Και αναρωτιέμαι ποιος είναι αυτός ο μετάνθρωπος και τι μπορεί να δημιουργήσει. Και δεν ντρεπόμαστε σαν κοινωνία, δεν σηκώνουμε ανάστημα. Και το λέω και για μένα. Είναι ντροπή μας. Με τρομάζουν πολύ περισσότερο αυτές οι πολιτικές εφαρμογές και αυτές οι διαστροφικές διάνοιες που αναλαμβάνουν κάθε φορά να τις εφαρμόσουν, παρά ο Covid».

«Στην Θεσσαλονίκη έμεινα τα τρία χρόνια της Σχολής κι έφυγα αμέσως μετά. Τα πρώτα δύο χρόνια ήμασταν σε κόντρα με την σχολή. Ισορροπήσαμε στον τρίτο. Ισως γιατί εγώ ερχόμουν από ένα τελείως άλλο περιβάλλον και με μια άλλη καθαρότητα και δεν μπορούσα να αντιληφθώ τους καλούς και κακούς μαθητές, τους ευνοημένους ή μη. Ηταν μια μικρογραφία και του μετέπειτα χώρου –ευνοικρατία, αναξιοκρατία, εύκολα εντοπίσιμα.
Στην Αθήνα ήρθα με το δεξί γιατί πριν τελειώσω την σχολή βρήκα στον δρόμο μου, από οντισιόν, τον Γιώργο Μιχαηλίδη, αυτόν τον τεράστιο θεατράνθρωπο. Ηταν πολυσχιδής, έγραφε, σκηνοθετούσε, μεγάλη προσωπικότητα, σθεναρή, ένας λύκος μονάχος, με ένα τεράστιο ειδικό βάρος. Με πήρε το ΄94-΄95 στους “Αγνοημένους” στον Αντέννα, μια σειρά με παιδιά στο Αναμορφωτήριο. Βρέθηκα να είμαι ο κεντρικός ρόλος μιας ιστορίας –πατέρας μου ήταν ο Μηνάς Χατζησάββας, άλλο σπουδαίο κεφάλαιο. Λείπουν και οι δύο. Συμπάικτριά μου ήταν η Αλεξανδριανή Σικελιανού, ο Γιώργος Πυρπασόπουλος και άλλα παιδιά…».

«Σιγά-σιγά, την επόμενη τριετία ήρθαν καλές δουλειές. Ξεκίνησα ουσιαστικά με το σινεμά και την τηλεόραση. Ημουν τυχερός γιατί άρχισα να δουλεύω με κάτι που δεν ήξερα, τον φακό. Αργότερα ήρθε για μένα το θέατρο στο παιχνίδι.
Συναντήθηκα με σπουδαίους σκηνοθέτες κι αυτό ήταν κάτι που μου έδινε δύναμη. Γιατί είχα πει στον εαυτό μου ότι αν μέσα σε μια τριετία δεν συμβεί τίποτα, σημαίνει ότι δεν θα είμαι επαρκής. Εχει στάδια εξελικτικά η δουλειά κι εγώ τα προσδιορίζω ανά δεκαετία περίπου. Στην αρχή έχεις ελλείψεις αλλά σιγά-σιγά πρέπει να μαζεύεις τις δυνάμεις σου. Οι μεγάλοι ρόλοι του θεάτρου έπρεπε να περιμένουν –δεν έπαιξα Ρωμαίο στα 21 μου…».

«Η ζωή μου δεν είναι μόνον η δουλειά κι ας είναι κι η γυναίκα μου στον χώρο. Αλίμονο αν δεν μπορείς να δεις τις παρέες σου. Με τα χρόνια έρχεται και μια ωριμότητα σε σχέση με την δουλειά. Συνεργαζόμαστε. Κάναμε στο θέατρο τον “Ριχάρδο Β΄” του Σαίξπηρ και η Μαρλέν με την δική της ανάγνωση έκανε τρομερή δουλειά. Και πρόσφατα την διαφήμιση για το νερό (Ζαγόρι), μια διαφήμιση με μήνυμα. Συμπράξαμε με μια ομάδα ανθρώπων άξιων και αγαπημένων γι΄αυτό το αποτέλεσμα».

«Αγαπώ πολύ και την κωμωδία, αλλά δεν κάνω συχνά. Συμπεριφέρομαι κωμικά στην ζωή μου. Είμαι πολύ πειραχτήρι, ψοφάω για καταστάσεις τέτοιες, ανάλαφρο κλίμα. Και έτσι αποφορτίζομαι από τους ρόλους που είναι στον αντίποδα.
Από την πρώτη στιγμή νομίζω πως κατάλαβα ότι “Το Νησί” ήταν κάτι ιδιαίτερο, γιατί ο Θοδωρής Παπαδουλάκης είναι ένα σπουδαίο κεφάλαιο. Σε παίρνει από το χέρι, αισθάνεσαι σιγουριά, σου ανοίγει έναν ολόκληρο κόσμο, συνάμα και το συγκλονιστικό βιβλίο της Βικτόρια Χίσλοπ.
Για το “Ετερος εγώ”, με πήρε ένα πρωί ο Σωτήρης Τσαφούλιας. Κι εγώ αναρωτιόμουν πως θα μπορέσω να τον γνωρίσω, να τον βρω. Ουρλιαξα στο τηλέφωνο…

Στην “Εξαψη” ο Αλέξανδρος δεν είναι ο τυπικός “πέφτουλας”. Είναι με την οικογένειά του, την γυναίκα του. Από αυτό που δυσανασχετεί ασφυκτικά και οδηγείται κατευθείαν σ΄αυτή την έξαψη και στο σχεδόν one night stand είναι λόγω περιβάλλοντος, κάτι που παρακάτω ομολογεί. Δεν το έχει ξανακάνει ποτέ στην ζωή του. Εδώ είναι και όλη η ίντριγκα: Και ο ίδιος διαταράσσεται από αυτή την συνθήκη, οπότε μπαίνει σε ατραπούς περίεργους, πως θα το διαχειριστεί ειδικά με την γυναίκα και τα παιδιά του, οι ενοχές του, πως θα κρατήσει ισορροπίες. Νομίζω πως εν δυνάμει μπορεί να συμβεί στο καθένα μας κάτι τόσο παρορμητικό, γεμάτο, μεγάλο που θα μας ξεπεράσει και στην διαχείρισή του και στην αντίσταση, κυρίως. Κι όποιος λέει όχι, ή είναι μοναχός, κοσμοκαλόγερος ή πάρα πολύ καλά δουλεμένος ως προς την ανθρώπινη παθολογία και τα πάθη της. ΄Η φοβάται, κι αυτό είναι ένα πρόσημο ειδικά για τα ζευγάρια που διατηρούν πολλά χρόνια μια σχέση, του να ταραχτούν τα νερά τόσο επικίνδυνα, γιατί γίνεσαι σαν άμαθο παιδί. Ξαφνικά δεν ξέρεις ούτε πως να το διαχειριστείς ούτε πως να το κρύψεις. Δεν είναι μέσα στην ρουτίνα σου.

«Εγώ, μελετώντας για τους ρόλους της ανθρώπινης ψυχοπαθολογίας από τα πολύ μεγάλα έργα αλλά και από το φυσικό περιβάλλον και τις σχέσεις με τους ανθρώπους, προσπαθώ να ψυχογραφήσω κάθε φορά αυτό που αναλαμβάνω να κάνω. Ωστε να υπάρχει ένα κομμάτι σοβαρής ενσάρκωσης μέσα στον ήρωα. Και θεωρώ ότι αυτό που λέμε πεπρωμένο έχει ένα πνευματικό κομμάτι και αυτό είναι φυγής αδύνατον. Είναι αυτά τα ρηξικέλευθα κομμάτια της ζωής σου που θεοί και δαίμονες συνηγορούν στο να σου συμβούν. Οσο και να αντισταθείς, όσο τακτοποιημένος και να είσαι. Και ειδικά αν είσαι πολύ τακτοποιημένος –άλλωστε μέσα από ερωτικό παροξυσμό μπορεί να οδηγηθείς στον φόνο, εκεί που δεν το περιμένει κανείς… Εν δυνάμει δολοφόνοι; Ουσιαστικά και ο έρωτας και ο θάνατος εδράζονται στο ίδιο κέντρο. Είναι η ίδια περιοχή στο στομάχι –είτε έρωτας είτε θάνατος. Διαδοχή. Και αυτάδελφοι, η γέννηση και ο θάνατος….

«Η κόρη μου είναι προϊόν έρωτα και η γυναίκα μου είναι συνθήκη έρωτα. Και παλαιότερα, πριν την γνωρίσω, έζησα πολύ μεγάλες στιγμές. Είμαστε γύρω στα 14-15 χρόνια μαζί. Ανδρας χωρίς παρελθόν δεν υπάρχει αρκεί να έχει και μέλλον. Ναι, είμαι και άνδρας με πάθη. Δεν είναι κάτι που αλλάζει αυτό. Μπορεί να κοιμάται κατά περιόδους ή να μετατοπίζεται, αλλά νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν να παλέψουν μ΄αυτό, να παλέψουν ή να το απολαύσουν. Θετικό ή αρνητικό, δεν ξέρεις που σε οδηγεί αυτό το άλογο πάθος. Κάτι σαν την βαρύτητα…
Γιατί η Μαρλέν είναι η γυναίκα της ζωής μου; Δύο είναι τα κομμάτια. Το ένα είναι η απόλυτη σύνδεση, κοινώς χημεία –χάνεται σχεδόν η διάσταση του χρόνου. Και το άλλο που είναι πολύ επιτακτικό είναι η αναπαραγωγή. Ο έρωτας ζητάει να αναπαραχθεί γι΄αυτό και γίνεται τόσο άλογος. Γίνεσαι ατρόμητος. Ο έρωτας σε οδηγεί σε μια τόλμη φοβερή, δεν επιζεί τίποτε άλλο γύρω.
Δεν έχουμε παντρευτεί. Γιατί; Απλώς δεν το κάναμε. Αφήσαμε ένα πάρτι για το τέλος. Δεν ξέρουμε πότε θα το κάνουμε. Εχουμε ένα ανοιχτό ραντεβού. Γιατί να μην έρθει στο τέλος ο γάμος και να κλείσεις έτσι με έναν άνθρωπο που πέρασες μαζί του όλη σου την ζωή. Και να παντρευτείς 80-90 ετών και να πεις τότε ότι “τα καταφέραμε”».

«Τρία είναι τα βασικά συστατικά για μια σχέση. Ο έρωτας, ο θαυμασμός και ο σεβασμός: Εχω την αίσθηση ότι αν λείψει ένα από αυτά τα τρία, ακόμα κρατιέται το οικοδόμημα. Αν λείψουν δύο, έχει πια καταρρεύσει. Εμείς με την Μαρλέν ακόμα κρατάμε τα συστατικά αναλλοίωτα, με δυσκολίες αλλά τα κρατάμε…
Με την κόρη μου η σχέση είναι και δύσκολη και υπέροχη και μαγική και πολλά ακόμα, είναι όλα. Βρίσκεται στα πρώτα στάδια της εφηβείας και αρχίζουν οι κόντρες. Αν και ο μπαμπάς με την κόρη είναι σε άλλη συνθήκη από εκείνη με την μητέρα της. Εχει τον τρόπο να με τουμπάρει αλλά δεν είναι και όλα μέλι-γάλα».

«Εχω κάνει αρκετές ως πολλές ερωτικές σκηνές και στο παρελθόν. Κι αυτές πρέπει να έχουν και την τεχνική τους. Εχει κι αυτο μια ερμηνευτική γκάμα –αγριάδα και μπρουταλισμό, βαθειά αισθαντική… Αυτό θέλει έναν τρόπο διαχείρισης. Το ότι υπάρχουν τριάντα άνθρωποι γύρω σου και σε κοιτούν σαφώς και είναι ένας βαθμός δυσκολίας. Πόσο θα εκτεθείς, πόσο θα εκθέσεις. Οταν έχεις άξιους παρτενέρ οδηγείσαι στο καλό αποτέλεσμα. Είναι όμως αγχωτικές σκηνές.
Νομίζω ότι πάντα το πρότυπο του άντρα για τις γυναίκες είναι sex symbol με αισθήματα. Γιατί εμείς οι άντρες είμαστε και πιο ορμέμφυτοι από τις γυναίκες. Λειτουργούμε και για το σεξ και απ΄το σεξ. Η γυναίκα όμως επειδή είναι έδαφος χρειάζεται να νοιώσει ασφάλεια για να συμπληρωθεί το ασφαλές πεδίο που οφείλει ο άνδρας να το δώσει.
Αν έχω ταλέντο; Αν εσείς πιστεύετε ότι έχω, αρκεί».

«Εξαψη», κάθε Δευτέρα, Τρίτη & Τετάρτη, στις 21.00, στο Mega

Related posts

Το “σώσε” στην Πάτρα: Πατέρας μπούκαρε σε εκκλησία & τα έκανε λαμπόγυαλο γιατί το μικρόφωνο του παπά… ξύπνησε το μωρό

Μαθητής πήγε στο σχολείο με 15.000 ευρώ πάνω του και τα μοίραζε σε συμμαθητές του

Θρήνος και συγκίνηση στη Λαμία: 54χρονος σκοτώθηκε σε τροχαίο, το σκυλάκι του σώθηκε και τον περίμενε δίπλα να γυρίσει (video)