Με τη φωνή, τη διαδρομή, τις επιτυχίες και τόση αγάπη από τον κόσμο στις… αποσκευές του, το ταξίδι του Θέμη Αδαμαντίδη στο ελληνικό τραγούδι θα μπορούσε να πάρει όποιο δρόμο επέλεγε ο ίδιος ο ερμηνευτής. Εκείνος, όμως, διάλεξε να περπατήσει απλά στο μονοπάτι που χάραξαν οι νότες του λαϊκού (κάποιες φορές και του πιο ποπ) ήχου του, παραμένοντας μέχρι σήμερα ο τελευταίος -ίσως- των μεγάλων αντί-σταρ του πενταγράμμου.
Σαράντα χρόνια είναι απλά ο Θέμης
Σχεδόν 40 χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη γνωριμία του κοινού με το ταλέντο και τις φωνητικές ικανότητες του Θέμη Αδαμαντίδη. Μια πορεία τόσων ετών δεν μπορεί παρά να έχει τα πάνω και τα κάτω της. Τις καλές και τις κακές στιγμές. Τις επιτυχίες και τις αστοχίες που συνοδεύουν τον καθένα στη ζωή του και από τον τρόπο που αντιμετωπίζονται αποκαλύπτουν τα κομμάτια που συνθέτουν το παζλ του χαρακτήρα του.
Αν και μουσικά, αρκετά συχνά… παραστράτησε, δεν συνέβη το ίδιο και στη σχέση του με το κοινό και την γνήσια λαϊκότητά του που γίνεται αντιληπτή από την καθαρή ματιά και την… περπατησιά του καλλιτέχνη. Γεννημένος σε ένα προσφυγικό της Καισαριανής, μεγαλωμένος στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής και ζώντας για ένα διάστημα ως μετανάστης στη Σουηδία, ο Θέμης πρώτα έγινε άντρας και μετά τραγουδιστής. Κι ας τραγουδούσε από παιδί… Ίσως να ήταν ήδη άντρας από τότε δίχως να το έχει ακόμη αντιληφθεί…
Συνεσταλμένο ταλέντο
Η πρώτη του φορά ήταν μέσα σε ένα καράβι. Εκείνο με το οποίο επέστρεφε από τη Νότια Αφρική. Είκοσι δύο μέρες ταξίδι… Μία από αυτές διοργανώνεται ελληνική βραδιά κι εκεί ανοίγει για παρθενική φορά το στόμα του μπροστά σε κοινό. Ως τότε τραγουδούσε μόνο όταν του το ζητούσαν οι γονείς του, αλλά ήταν τόσο ντροπαλός που πήγαινε σε διπλανό δωμάτιο για να μην τον βλέπουν… Από εκείνη την εποχή το μόνο που κράτησε ήταν αυτή η συστολή. Αυτή η «δυσκολία» του να αντιμετωπίσει τα βλέμματα των άλλων, που στην πορεία εξελίχθηκε σε στάση ζωής.
Για 40 χρόνια ζει μέσα στα φώτα των πάλκων, αλλά όταν εκείνα σβήνουν, αυτός προτιμά να μένει στη σκιά. Όχι από αδυναμία, αλλά από επιλογή. Σπάνια δίνει συνεντεύξεις και σχεδόν ποτέ δεν επενδύει στην «εικόνα» του. Άλλος στη θέση του θα φρόντιζε να χρησιμοποιήσει προς όφελός του τα πάντα. Ακόμη και την «κακή» δημοσιότητα που προέρχεται από τις σχέσεις, τους χωρισμούς, τις φήμες για έξεις, κακές συνήθειες και όλα όσα κατά καιρούς έχουν ακουστεί για εκείνον. Ο Θέμης, όμως, πάντα διάλεγε τον δρόμο της σιωπής όταν κατέβαινε από την πίστα. Η ζωή του έμενε πάντα δική του. Και δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη ούτε να απολογηθεί για τίποτα ούτε να λογοδοτήσει σε κανέναν. Και σε μια εποχή που ο καθένας εφευρίσκει τρόπους για να μένει στον αφρό, ο Αδαμαντίδης δεν δέχτηκε να αφήσει ούτε χαραμάδα. Δεν θέλησε καν να προστατέψει τον εαυτό του από κακόβουλα δημοσιεύματα. Άλλος στη θέση του θα είχε κάνει περιουσία από τις αγωγές και θα βρισκόταν μονίμως σε ένα πάνελ. Εκείνος απαντά απλά: «Το τι κάνει ο καθένας είναι δικαίωμά του, αρκεί να μην ενοχλεί τον άλλον». Και σ’ αυτές τις δεκατέσσερις λέξεις συνοψίζεται η σοφία που κουβαλά από το σεργιάνι του στον κόσμο.
Δουλειά της οικογένειας
Ο ρόλος της οικογένειάς του ήταν καθοριστικός για την πορεία του. Όχι μόνο επειδή οι γονείς του ήταν εκείνοι που τον πίεζαν να τραγουδήσει όταν ήταν πιτσιρίκι, αλλά διότι η γιαγιά του ήταν αυτή που ουσιαστικά του εξασφάλισε μια θέση στο ελληνικό τραγούδι. Στα τέλη του 1979 βρίσκεται για ολιγοήμερες διακοπές στην Ελλάδα, από την Σουηδία όπου ζει και εμφανίζεται. Δίχως να το γνωρίζει, η γιαγιά του τον έχει δηλώσει να συμμετάσχει στο «Να η ευκαιρία», την εκπομπή της δημόσιας τηλεόρασης που αποτέλεσε το πρώτο talent show στον τόπο.
Καθώς οι μέρες περνούν και ο μικρός ετοιμάζεται να φύγει, η γιαγιά του αποκαλύπτει τις ενέργειές της και τηλεφωνεί μπροστά του στην παραγωγή απαιτώντας να τον καλέσουν νωρίτερα, ενώ παράλληλα τους εγγυάται πως η φωνή του θα τους αποζημιώσει. Τελικά, με look που θυμίζει λιγάκι από… Ουάρντα, αρχές του 1980 ο Θέμης Αδαμαντίδης μας συστήνεται κάπως έτσι…
Δικαίωση
Και κάπως έτσι ο νεαρός που πήγαινε Εθνικό Ωδείο και παράλληλα δούλευε, το παιδί που το βράδυ τραγουδούσε και το πρωί πήγαινε σχολείο, έβγαλε τον πρώτο του δίσκο. Έγινε χρυσός, του χάρισε μια θέση στη μαρκίζα του «Διογένης» και τον έβαλε σε κάθε ελληνικό σπίτι.
Η προσωπική δικαίωση ήρθε γρήγορα για τον Θέμη Αδαμαντίδη. Για άλλους το να γνωρίσουν τέτοια επιτυχία σε τόσο νεαρή ηλικία θα εξασφάλιζε μια σίγουρη θέση πάνω στο καλάμι της υπεροψίας. Όμως όταν προέρχεσαι από έναν κόσμο σαν κι αυτόν στον οποίο μεγάλωσε κι όταν στα πρώτα σου βήματα συνεργάζεσαι με μεγέθη όπως εκείνο του Στέλιου Καζαντζίδη, αντιλαμβάνεσαι πως τα βήματά σου μπορούν να είναι σταθερά μόνο αν τα πόδια σου παραμένουν στη γη.
Το πιο λαϊκό προφίλ
Η χροιά και η μελωδικότητα της φωνής του, σε συνδυασμό με τη στροφή των δισκογραφικών στο ελαφρολαϊκό, καθόρισαν τις πρώτες δουλειές του. Όμως ο μετέπειτα κουμπάρος του, ο αξεπέραστος Στέλιος είχε το «αυτί» που χρειαζόταν για να αντιληφθεί πως το είδος που θα ταίριαζε όσο κανένα άλλο στο προσωπικό στυλ του Αδαμαντίδη ήταν το λαϊκό. Γνήσιο σαν τον ίδιο. Με τα καλά του και με τα κουσούρια του. Με τις κορώνες, τα γυρίσματα και τα βιμπράτα του. Όχι μόνο εκείνα που ήταν γραμμένα στις παρτιτούρες, αλλά κι αυτά που καθόρισε η ζωή του.
Συνεχίζει στο δρόμο που προστάζει η καρδιά του
Σε μια σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του είχε εκμυστηρευτεί ότι βρίσκεται πάντα εκεί που προστάζει η καρδιά του. Προφανώς η πορεία του εδώ και 40 χρόνια στο τραγούδι μαρτυρά τη μεγάλη αγάπη του για το τραγούδι και για τον κόσμιο, σε αυτή την αμφίδρομη και αλληλοτροφοδοτούμενη σχέση που ποτέ δεν στηρίχτηκε σε… μεσάζοντες κι ενδιάμεσους. Ο Θέμης Αδαμαντίδης δεν είναι μια περσόνα-δημιούργημα των media και γι’ αυτό –όσα χρόνια κι αν περάσουν- δεν κινδυνεύει να μετατραπεί σε καρικατούρα…
Κουβαλώντας αυτή τη γνήσια λαϊκότητα που πλέον σπανίζει, γνωρίζει καλά πως σε έναν κόσμο που άγιοι δεν υπάρχουν, η καθαρή ματιά και οι μετρημένες (έξω από τους δίσκους και τις πίστες) λέξεις είναι η πραγματική κληρονομιά που αφήνει πίσω του ο τελευταίος τεράστιος αντί-σταρ του ελληνικού τραγουδιού. Αυτό και η βελούδινη φωνή του.