«Τι κι αν δεν είσαι παιδί μου. Είμαι μάνα και μπαίνω στη θέση της μαμάς σου, Βαγγέλη..» – Ένα συγκλονιστικό κείμενο μιας μητέρας, μιας γυναίκας για τον αδικοχαμένο Βαγγέλη Γιακουμάκη. Μια πληγή που δεν πρόκειται να κλείσει ποτέ για την κοινωνία μας.
Ένα συγκλονιστικό κείμενο για τον Βαγγέλη Γιακουμάκη:
Όλα τα δικά σου όνειρα τις νύχτες και οι προσευχές να γυρίσεις πίσω στο σπίτι και η ασφάλεια της πόρτας μας να αφήσει απ’ έξω τους δαίμονες. ΟΛΑ ΣΟΥ – ΟΛΑ ΣΟΥ τα βλέπω ξανά και ξανά συνεθλιμένα κάτω από την παλάμη ενός χτεσινού ακόμα παιδιού.
Τι κι αν δεν είσαι παιδί μου. Είμαι μάνα και μπαίνω στη θέση της μαμάς σου, Βαγγέλη.
Στα πιο γενναία μου μπαίνω και στη θέση των άλλων μανάδων που είχαν τα «κοπέλια».
Εκεί ο ζόφος δεν αντέχεται γιατί μοιράζεται την ενοχή κι όσο κι αν θέλω να λυπηθώ με πιάνω να γίνομαι μοβόρο ζώο και να ζητώ το αίμα τους.
Αυτών και όχι των παιδιών τους.
Όλο το σκηνικό της ιστορίας του Βαγγέλη Γιακουμάκη είναι ένα ολοσκότεινο κατάμαυρο, κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, της σχολικής κοινότητας από την μικρότερη ως την μεγαλύτερη βαθμίδα και της κοινωνίας. Δεν είμαστε η μόνη κοινωνία βέβαια. Ακραία γεγονότα συμβαίνουν παντού και είναι η επιβεβαίωση στον κανόνα της ζωής.
Στην Ελλάδα όμως, στον τόπο της Αρχαίας Τραγωδίας αντί τα δράματα να τα πιάνουμε από τα μαλλιά και να τα διαλύουμε, να εξαφανίζουμε κάθε σπόρο για να μη τα ξαναβρούμε μπροστά μας, προτιμούμε να τα χτενίζουμε, να τα κάνουμε μπούκλες, να τα φτιασιδώνουμε και να γεμίζουμε τον άπλετο, άδειο τηλεοπτικό χρόνο με ότι πιο φτηνό και τζάμπα θέαμα υπάρχει.
Με ατέρμονες συζητήσεις και την αναπαράσταση ενός εγκλήματος ξανά και ξανά, με το πρόσωπο του παιδιού (στην συγκεκριμένη περίπτωση) να σφύζει από υγεία αλλά να υποφέρει σιωπηλά κάτω από μια παλάμη (ξανά και ξανά). Γκρο πλαν! Με μωσαϊκό! Χωρίς μωσαϊκό! Με ήχο ή χωρίς, με μουσικές που εκβιάζουν το συναίσθημα, επιβλητικές και πένθιμες..
Ο Γιακουμάκης πουλάει. Όπως πουλούσε και ο Άλεξ.
Και τα δυο παιδιά κανακεμένα σαν τα δικά μας. Σαν αυτά που τις εμπειρίες μας μοιραζόμαστε εδώ πέρα. Και τα δυο παιδιά θύματα μπούλινγκ. Και τα δυο παιδιά βορά στον κόσμο των νταήδων που κι αυτοί ένας Θεός ξέρει τι έχουν υποστεί και τι έχουν ζήσει στις σύντομες ζωές τους. Και τα δυο παιδιά βορά στον κόσμο των παραμελημένων παιδιών που κανείς δεν τους έβαλε όρια, δεν τα αγάπησε και δεν προσπάθησε να τα συμβουλεύσει και να τα προστατεύσει από τον ίδιο τους, τον κακό τους εαυτό.
Μα πάνω απ΄ όλα βορά στον ηθικό ξεπεσμό των καναλιών που βαφτίζουν τον εξευτελισμό «ενημέρωση». Όσο πιο χαμηλής ποιότητας το κανάλι τόσο πιο πολύς ο χρόνος προβολής του ανθρώπινου εξευτελισμού. Όσο πιο απελπισμένος για νούμερα ο παρουσιαστής τόσο πιο πολλά τα γκρο πλαν στον πόνο και οι συζητήσεις εκλαϊκευμένης ψυχολογίας. Όσο πιο ανέντιμη η διεύθυνση τόσο πιο χαμηλός ο πήχης του σεβασμού στην ανθρώπινη ζωή και στην θανατωμένη ψυχή.
Ο Γιακουμάκης πέθανε.
Η περίπτωση του θα πρέπει να διδάσκεται πρώτα στις σχολές γονέων και έπειτα στα σχολεία. Τα σκυλιά του ξέσκισαν την καρωτίδα. Από το σώμα του λείπουν βασικά μέλη για να βοηθήσουν στην νεκροψία. Το κορμάκι του παλικαριού τη στιγμή αυτή λιώνει στο χώμα εμείς όμως το βλέπουμε για ώρες ολόκληρες στα δευτερότριτα κανάλια να υποφέρει, να κακοποιείται, να εξευτελίζεται ακμαίο και πλήρες. ΓΙΑΤΙ;
Σκέφτηκαν ποτέ αν ο θανών το ήθελε;
Σεβάστηκαν ποτέ το ότι ο ίδιος δεν μιλούσε στους γονείς του για να τους προστατεύσει από τον πόνο και την ντροπή που το δικό τους το «κοπέλι» δεν ήταν σαν τα άλλα τα «κοπέλια» να εκφοβίζει, να εξευτελίζει και να εγκληματεί. Σεβάστηκε κανείς αυτή τη μάνα να βλέπει ξανά και ξανά το παιδάκι της να πονάει, να ζητάει βοήθεια, να απελπίζεται; Ο Χ Ι !
Από πού να το πιάσεις λοιπόν.
Τα ιατρικά τα αφήνουμε για τους γιατρούς.
Τα εγκληματικά για τους δικαστές.
Την τιμωρία για τους Θεούς.
Αλλά τα κοινωνικά είναι δικά μας.
Και η σήψη της ελληνικής τηλεόρασης είναι τόση που κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να την καθαρίσει. Μυρίζουμε μόνο την μπόχα ανεχόμενοι γυναίκες που δεν θα περνούσαν το κατώφλι μας να παριστάνουν τις πλουραλιστικές πουλάδες και να δακρύζουν πουλώντας τον Βαγγέλη.
Ανεχόμαστε άνκορμαν της συμφοράς σε τηλεοπτικές μαυραγορίτικες στέγες να αναλύουν το τίποτα με τον Βαγγέλη στην οθόνη να φωνάζει «πονάω».
Ανεχόμαστε ακόμα και ομάδες με το όνομα του στο facebook που αφού μάζεψαν χιλιάδες φίλους, λίγους μήνες μετά στις εκλογές, περνούσαν τα πολιτικά μηνύματα του διαχειριστή στο κοινό τους.
Και λυπάμαι που θα σας το πω, αλλά επειδή τους ανεχόμαστε, επειδή κανείς δεν υπάρχει να μας προστατεύσει από την ασυδοσία του μέσου κι εμείς δεν έχουμε πια άμυνες εξαντλημένοι ηθικά και κοινωνικά, θα υπάρξει κι άλλος Βαγγέλης…
Και μας οι αντοχές μας θα έχουν εξασθενίσει τόσο, το θυμικό μας θα έχει συνηθίσει τόσο που ούτε που θα ασχοληθούμε πια, μέχρι ίσως να είναι το δικό μας το παιδί. Και τότε θα καταλάβουμε την βαθιά, μαύρη, σιωπηλή μοναξιά της μάνας του που όλοι μαζί ανεχόμαστε να διαταράσσουν τα κοράκια!