Από παιδάκι είκοσι δύο χρόνια στο σύνολο έμεινα στα «θρανία» των βαθμίδων της εκπαίδευσης. Πολλά συνέβησαν. Ελάχιστα αξίζει να θυμηθώ.
Δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ την φιλόλογό μου στην Β’ Γυμνασίου, την κυρία Τ.
Ξερακιανή, λες κι από πάντα γερασμένη και κακοφτιαγμένη, άσχημη στο πρόσωπο, φορώντας πάντα μαύρα… μα συνέχεια και ακούραστα “νέα”, με μάτια που πετούσαν φλόγες ζωής κι αισιοδοξίας.
Δεν θα ξεχάσω εκείνο το βλέμμα της…. Το βλέμμα ενός “τρελού” από “έρωτα” παιδιού. Παιχνιδιάρικα μικρά μάτια που ζυμώθηκαν στον πόνο, κι όμως, σαν τα μάτια ενός πεντάχρονου κοριτσιού μετάγγιζαν στα δικά μου άγουρα εφηβικά μάτια, και σ’ αυτά της ψυχής μου, όλο το νόημα της κατ’ ουσίαν ζωής.
Θυμάμαι, διέκοπτε συχνά το μάθημα της ιστορίας και μας μιλούσε για την δική της προσωπική ιστορία, που αν και έμοιαζε αδύνατη, ήταν τόσο αληθινή! Κι εγώ, μακάρι να χα δέκα αυτιά να την ακούω.
Τα παιδιά την κορόιδευαν και “τρίβαν τα χέρια τους” που πάλι θα χάναμε το μάθημα μαζί της.
Ορφανεμένη από μικρούλα, μεγάλωσε σε δημόσιο ορφανοτροφείο. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, από ασθένεια έχασε -βρέφος κιόλας- ολόκληρο το δεξί της χέρι από την ρίζα.
«Το βαλα πείσμα σαν ήμουν κοριτσάκι να μάθω μόνη μου να χτενίζω τα μαλλάκια μου με το να μου χέρι, το αριστερό! Κάθε μέρα, ξύπναγα πολύ νωρίτερα απ’ τα άλλα κοριτσάκια κι εκεί βολόδερνα ώρα μπρος τον καθρέφτη του ορφανοτροφείου, και στο τέλος τα κατάφερα…!», μας έλεγε, -σαν να την ακούω τώρα!- κι έλαμπε το βαθιά χαρακωμένο της πρόσωπο.
«Τι θέλει παιδιά μου ο άνθρωπος για να ναι ευτυχισμένος; Τίποτα! Λίγο νερό και λίγο ψωμάκι θέλει το στομάχι, κι είναι φχαριστημένο…».
Μας έλεγε ακόμη πόσο ευλογημένη είναι η ζωή, κι ακόμα πιο ευλογημένος ο αγώνας του ανθρώπου για να την ζήσει σαν άνθρωπος, κοιτώντας ψηλά, κι αρμέγοντας τη δύναμη της δικής του ψυχής.
Και την ίδια στιγμή, που έμενα προσωπικά με μυούσε και μαζί με μεθούσε με το άρωμα ενός άλλου κόσμου απ’ αυτόν που μου έμαθαν στο σπίτι μου, την ίδια στιγμή ξέραμε πως το παλικάρι της, ο μοναχογιός της, είχε μόλις περάσει μια σοβαρή μορφή καρκίνου -όχι ανεπιστρεπτί-, ενώ ο σύζυγός της υπέφερε από πάρκινσον στο τελευταίο του στάδιο.
Κανένα σχολείο, κανένα πανεπιστήμιο, κανένα μεταπτυχιακό, κανένα βιβλίο, κανένα μάθημα θρησκευτικών, ή κατηχητικό κήρυγμα δεν μου μαθε κάτι περισσότερο. Κάτι χρησιμότερο στη ζωή μου, απ’ ό,τι μου μαθε μια ώρα “διδασκαλίας” με αυτήν την γυναίκα. Η γυναίκα αυτή, καθώς ήταν ανεπιφύλαχτα συνδεδεμένη με την πηγή της Επιθυμίας μέσα της, έγινε για μένα μοντέλο του πόθου για την απερίσταλτη κι αέναη ζωτικότητα. Με έκανε να θέλω να γίνω κληρονόμος της αντίστοιχης ζωτικής Παρουσίας μέσα μου. Όργανο της μεταλαμπάδευσής της στους άλλους.
Γιατί η ψυχή της ήταν πιο βαθιά από τις πληγές της. Τ’ όνειρό της πιο ψηλό απ’ το ανάστημά της, η ελπίδα της ένα με τον Ουρανό.