Αν γυρνούσε κάποιος το χρόνο πίσω και μπορούσε με ένα μαγικό τρόπο να αποτρέψει τα λουκέτα των πιο σημαντικών ελληνικών εταιριών, η Ελλάδα θα διέθετε σήμερα μια πολυσύνθετη βιομηχανική παραγωγή, κατασκευάζοντας με υψηλότατα στάνταρ ποιότητας από αυτοκίνητα και λευκές συσκευές έως… καρφίτσες.
Μια εταιρεία ένδυσης, που μεταξύ άλλων έκανε το μεγάλο βήμα να παράγει το διασημότερο παντελόνι στον κόσμο. Οι παλαιότεροι ίσως να θυμούνται ότι εκτός από τα αυθεντικά Levi’s, που ήταν εισαγωγής, υπήρχε τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και η επιλογή αγοράς των «ελληνικών» Levi’s.
Levi’s: Το θρυλικό jean
Το προϊόν κατασκευαζόταν από την πάλαι ποτέ μεγαλύτερη βιομηχανία ενδυμάτων της χώρας, τη Διεθνή Βιομηχανία Ενδυμάτων ΑΕ, που είχε τα κεντρικά της στην Καλαμάτα. Συγκεκριμένα στην οδό Τσαμαδού στο λιμάνι της πόλης, εκεί όπου από το 1970 έως το 1997 ράφτηκαν εκατομμύρια ελληνικά ρούχα. Στην περίοδο ακμής της η βιομηχανία έφτασε να απασχολεί 480 εργαζόμενους σε Καλαμάτα και Αθήνα, ενώ η δυνατότητα παραγωγής της ξεπερνούσε τα 1,5 εκατ. παντελόνια τζιν ετησίως.
Για ένα διάστημα η εταιρεία έβγαλε και τη ναυαρχίδα της σειράς Levi’s, το θρυλικό 501 με τα κουμπιά, το οποίο δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από το «original», το made in USA. Μάλιστα το πρώτο κουμπί εσωτερικά είχε χτυπημένο το «GR». Το εγχείρημα πάντως δεν είχε την προσδωκόμενη απήχηση. Οι Έλληνες καταναλωτές είχαν μπει κι… επίσημα σε καθεστώς ξενομανίας και οι περισσότεροι αναζητούσαν την ετικέτα «USA» για να αγοράσουν το προϊόν.
Η εταιρία είχε ιδρυθεί από τον Μεσσήνιο οικονομολόγο και επιχειρηματία Χρήστο Μανιατάκη. Έχοντας πάρει ουσιαστικά το franchise της Levi’s στην Ελλάδα παρήγαγε φασόν τα ομώνυμα τζιν και για την ελληνική αγορά και για αγορές του εξωτερικού, στις οποίες εξήγαγε μεγάλες ποσότητες κάθε λογής ενδυμάτων.
Η βιομηχανία ενδύματος στην Ελλάδα ήταν ένας κλάδος που άνθισε εντυπωσιακά από το 1960 έως το 1975, έκτοτε όμως παρέμεινε στάσιμος και μετά το 1985 ξεκίνησε η πτώση. Όσο αυξανόταν το εισόδημα του (νέο)Έλληνα τόσο γύριζε την πλάτη του στα ελληνικά προϊόντα, καθώς το ρούχο του έπρεπε να είναι και αποδεικτικό οικονομικού status. Ο πρόσθετος λόγος της κρίσης, που το 1994 πήρε διαστάσεις κατολίσθησης (με 12% πτώση της παραγωγής), ήταν η αδυναμία να ξεπεραστεί ο ανταγωνισμός του φθηνότατου κόστους εργασίας, που διέθεταν χώρες της Άπω Ανατολής, της Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανικών χωρών και της Τουρκίας.
Έτσι, τα πράγματα για τη Διεθνή Βιομηχανία Ενδυμάτων ΑΕ δεν ήταν τόσο ευνοϊκά όσο φαίνονταν, ακόμα και όταν πλησίασε τις 500 θέσεις εργασίας. Τα κόστη ήταν πολύ μεγάλα και στα μέσα της δεκαετίας του ’90 η εταιρία είχε συσσωρεύσει μεγάλου ύψους οφειλές σε 13 ελληνικές και ξένες τράπεζες. Είχε προηγηθεί η διακοπή της συνεργασίας με τη Levi’s, που αποτέλεσε καίριο πλήγμα στη φήμη και τον τζίρο της.
Το 1996 οι πιστώτριες τράπεζες διέκοψαν τη χρηματοδότησή και ένα χρόνο αργότερα η εταιρεία τέθηκε σε καθεστώς εκκαθάρισης. Το υπουργείο Εργασίας είχε απορρίψει αίτημα της εταιρείας για ομαδικές απολύσεις, πράγμα που αποτελούσε προϋπόθεση για τις τράπεζες ώστε να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση. Μελέτη της Bank of America υποστήριζε ότι θα ήταν βιώσιμη αν μείωνε το προσωπικό και σταματούσε τις ζημιογόνες γι’ αυτήν εξαγωγές, παράγοντας προϊόντα μόνο για Ελλάδα και Αλβανία.
Στην προσπάθεια της να κάνει ομαδικές απολύσεις για να επιβιώσει, η εταιρία είχε ζητήσει άδεια από το υπουργείο Εργασίας να ρίξει τον αριθμό των εργαζομένων σε 135, στέλνοντας μαζικά εξώδικα απολύσεων σε πάνω από 250 εργαζόμενους. Τα αιτήματα όμως δεν προχώρησαν, οι τράπεζες έμειναν αμετακίνητες στις θέσεις τους και τελικά συνέβη αυτό που συμβαίνει σχεδόν πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις: η εταιρεία σε εκκαθάριση και οι εργαζόμενοι σε «ομηρεία».
Τα τελευταία χρόνια έρευνες αποδεικνύουν ότι ο καταναλωτής ενδιαφέρεται όλο και ενεργότερα να στηρίξει προϊόντα ελληνικών συμφερόντων, ειδικά στο χώρο της ένδυσης. Αποτέλεσμα αυτού είναι οι επιχειρήσεις παραγωγής ελληνικών ρούχων που άντεξαν (ή άνοιξαν) να διαγράφουν τα τελευταία χρόνια ανοδική πορεία, παίζοντας με σαφώς καλύτερα χαρτιά στα χέρια τους απ’ ότι προ της κρίσης.