Όταν βρήκε πια τις ισορροπίες της, ως γυναίκα, ως σύζυγος, ως μητέρα, και τότε απογειώθηκε
Η Τζένη Καρέζη. Η εθνική μελαχρινή. Το κορίτσι με το βελούδινο βλέμμα, τα υπέροχα βιολετιά μάτια, το άψογο αριστοκρατικό προφίλ και τη «λαϊκή» βραχνάδα στη φωνή άφησε για πάντα την ανάμνηση της αρχοντιάς, το άρωμα της έντονης παρουσίας και τη ζεστασιά της προσωπικότητάς της στα καρέ του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Σταρ πρώτου μεγέθους –αν και η ίδια ποτέ δεν δέχτηκε αυτό τον όρο, δηλώνοντας πως το ένδυμα της σταρ δεν το διάλεξε εκείνη, άλλοι της το φόρεσαν–, έλαμψε μέσα από αγαπημένους ρόλους και εκρηκτικούς χαρακτήρες. Κι όμως μια σταρ, ιδιαίτερα εκείνα τα χρόνια, ήταν μια μορφή εξουσίας. Οι καιροί χρειάζονταν είδωλα. Πώς να ξεφύγεις από την αιχμαλωσία της φήμης; Γλυκιά αιχμαλωσία.
Ωστόσο η Τζένη Καρέζη, πρόσωπο πολυδιάστατο, αντιφατικό και ασυμβίβαστο, δεν δέχτηκε, ακόμη και την εποχή της απόλυτης δόξας και κυριαρχίας της, να μπει σε καλούπια και να παίξει το παιχνίδι της δημοσιότητας με τους όρους που ήθελαν οι κινηματογραφικές εταιρείες εκείνης της περιόδου.
Βαθιά κατασταλαγμένη, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τέχνη της αλλά και τα κοινά, μετείχε στις ζυμώσεις της εποχής της και ήταν ενήμερη για την πορεία αυτού του τόπου. Επαναστατική, φιλοσοφημένη, ατίθαση, όταν κάτι δεν της ταίριαζε, έφευγε. Μόνο όταν συναντήθηκε με τον Κώστα Καζάκο, όλη αυτή η ορμή της κόπασε. Τη διοχέτευσε αποκλειστικά στο θέατρο. Είχε βρει πια τις ισορροπίες της, ως γυναίκα, ως σύζυγος, ως μητέρα, και τότε απογειώθηκε.
Έζησε στιγμές υποκριτικής πληρότητας, αφού είχε αποκτήσει πλέον –ιδιαίτερα τη τελευταία δεκαετία– απίστευτες τεχνικές δυνατότητες και σκηνική φαντασία. Από τις λίγες της γενιάς της που κατάφερε να αγγίξει, να εμβαθύνει και να ερμηνεύσει τους μεγάλους ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου που απογείωσαν την καριέρα της παίζοντας στην Επίδαυρο «Ηλέκτρα» και «Μήδεια». Η Τζένη Καρέζη δυστυχώς έφυγε νωρίς. Ωστόσο, 30 χρόνια μετά συνεχίζει να ζει στις καρδιές των απλών ανθρώπων και να αποτελεί μια από τις πιο εμβληματικές μορφές του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου.
Σίγουρα το υπέροχο και τόσο εκφραστικό πρόσωπό της θα μείνει για πάντα αποτυπωμένο, όχι μόνο στις «κινούμενες» οθόνες των κινηματογράφων, αλλά και στις «ονειρικές» οθόνες των δικών μας αναμνήσεων.
Ο γάμος με τον Ζάχο Χατζηφωτίου
Τον Σεπτέμβριο του 1961 η Τζένη ταξίδεψε στο Λονδίνο για να συναντήσει τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, καθώς υπήρχε τότε μεταξύ τους ένα φλερτ. Εκεί συνάντησε τον Ζάχο Χατζηφωτίου, που ζούσε και δούλευε εκείνα τα χρόνια στο εξωτερικό. Ο Χατζηφωτίου ήταν ο πιο γνωστός μπον βιβάν τη κοσμικής Αθήνας – και όχι μόνο. Ο κοσμικός υπέκυψε πολύ σύντομα στη γοητεία της όμορφης ηθοποιού με το μοναδικό ταμπεραμέντο, που κάθε δεύτερη φράση της ξεκινούσε με το αμίμητο «χρυσό μου». Όταν γύρισαν στην Ελλάδα και άρχισαν να βγαίνουν, ένα βράδυ είχαν πάει στην Τριάνα του Χειλά, όπου τραγουδούσε ο Μπιθικώτσης. Ο Χατζηφωτίου έσκυψε στο αυτί του τραγουδιστή και τον ρώτησε ψιθυριστά:
– Δεν μου λες, Γρηγόρη, στον γάμο μας θα έρθεις να μας τραγουδήσεις;
– Παντρευτείτε εσείς κι από μένα ό,τι θέλετε! απάντησε εκείνος.
Η Τζένη ποζάρει στον φακό του Ζάχου Χατζηφωτίου με φόντο τον Πύργο του Άιφελ, το 1963.
Πράγματι, ο γάμος της Τζένης και του Χατζηφωτίου έγινε τον Μάιο του 1962 στην Κρύπτη Αγίας Φιλοθέης. Παρόντες όλη η κοσμική Αθήνα, σύσσωμο το ελληνικό θέατρο, πολιτικοί, εφοπλιστές, εκδότες και πέντε χιλιάδες θαυμαστές της Τζένης, που μετά τη γαμήλια τελετή έσκισαν το νυφικό της –το είχε σχεδιάσει ο Ντίμης Κρίτσας– για να κρατήσουν ένα κομμάτι του παραμυθιού. Η ζωή του νεόνυμφου ζευγαριού ήταν γεμάτη από τη μαγεία του θεάτρου αλλά και των ξέφρενων νυχτερινών κοσμικών εξόδων. Η Τζένη για πρώτη φορά ζούσε μια τέτοια έντονη ζωή, με δεξιώσεις, πάρτι και υψηλές γνωριμίες. Ακόμη και κότερο με το όνομα του τελευταίου της έργου, «Μαίρη Μαίρη», της δώρισε ο σύζυγός της. Σιγά σιγά, όμως, όλα αυτά άρχισαν να την κουράζουν. Θεώρησε πως ήταν μια φάση της ζωής της που ήθελε να ζήσει, αλλά πλέον συνειδητοποιούσε πως δεν ήταν φτιαγμένη για μια τέτοια ζωή. Έτσι, μετά από ενάμιση χρόνο αποφάσισε να χωρίσει και να εγκατασταθεί, μόνη της πια, στο σπίτι που αγόρασε, εκεί όπου έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της. Είχε πλέον ανάγκη από έναν σωστό σύντροφο και μια ήσυχη και ισορροπημένη οικογένεια.
Ο πρώτος της γάμος ήταν με τον Ζάχο Χατζηφωτίου τον Μάιο του 1962.
Κώστας Καζάκος, ο άντρας της ζωής της
Το 1967 αναμφίβολα ήταν η χρονιά-σταθμός στη ζωή της. Η ίδια είχε δηλώσει: «Ναι, αυτή η χρονιά σήμαινε πολλά για μένα. Τότε γνώρισα τον Κώστα. Χρωστάμε και οι δύο αιώνια ευγνωμοσύνη στον Φίνο, γιατί γνωριστήκαμε χάρη στην ταινία του Κοντσέρτο για πολυβόλα, όπου πρωταγωνιστούσαμε. Θυμάμαι ότι μας γνώρισαν ένα πρωινό που είχαμε γύρισμα στα Ίσθμια. Μόλις είπαμε “χαίρω πολύ”, αισθάνθηκα ένα “κρακ” μέσα μου και είπα: “Α, εδώ είναι, αυτό είναι!”. Το ένστικτό μου μου έλεγε πολλά. Γίναμε αχώριστοι. Παίζαμε τάβλι, κάναμε ατέλειωτες βόλτες, πνευματικές συζητήσεις για ώρες. Πιστεύω πως μέχρι τότε ζούσα σε μια απόλυτη μοναξιά. Έβγαινα, διασκέδαζα, σπαταλιόμουν σε άσκοπες συζητήσεις και φιλοφρονήσεις, όμως όταν γύριζα σπίτι μου η μοναξιά μου ήταν αφόρητη. Ο Κώστας ήταν ο άνθρωπος που με επηρέασε παντοιοτρόπως, περισσότερο από οποιονδήποτε και οτιδήποτε στη ζωή μου. Από την ώρα που τον γνώρισα κατάλαβα πόσο σημαντική είναι η προσωπική ζωή του ανθρώπου, ο σύντροφός σου στο σπίτι σου, το παιδί σου, η καριέρα σου. Μέχρι τότε ήταν τα πάντα για μένα το θέατρο. Μετά τη γνωριμία μας χωρίστηκε το πράγμα. Εκείνος και το θέατρο με ενδιέφεραν εξίσου. Με τον Κώστα άρχισαν να με ενδιαφέρουν πιο ουσιαστικά πράγματα. Πριν μου άρεσε η κοσμική ζωή κι ολίγο να ντυνόμαστε, κι ολίγο να επιδεικνυόμαστε και κάποιο φλερτ και κάπου να χορέψουμε… Αντίθετα δεν με ενδιέφερε και ιδιαίτερα τι γινόταν γύρω μου, τα κοινωνικά προβλήματα, η πολιτική, ας πούμε. Με τον Κώστα βρήκα τον αληθινό εαυτό μου». Η
Σε διάλειμμα της ταινίας «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967) με τον Κώστα Καζάκο και τον σκηνοθέτη Ντίνο Δημόπουλο.
Η Τζένη συνάντησε τον Καζάκο την κατάλληλη στιγμή. Βρισκόταν σε μια ωριμότητα ως ηθοποιός και ως άνθρωπος. Αυτός ο έρωτας ήταν ο καρπός της ολόπλευρης ωριμότητάς της. Η κοσμική Καρέζη, καθώς και η σταρ μπήκαν για πάντα στο χρονοντούλαπο. Η Τζένη ανακάλυψε δίπλα στον Κώστα έναν άλλο κόσμο, πιο αληθινό, πιο γήινο, πιο φιλοσοφημένο. Και της πήγαινε πολύ. Τον ακολούθησε και αισθανόταν μέρα με τη μέρα πιο κερδισμένη και πιο ολοκληρωμένη. Εκείνη του χάρισε το πείσμα και το ένστικτό της κι εκείνος τη μεθοδικότητα και τη λογική του. Ο συνδυασμός ιδανικός. Τους οδήγησε σε στιγμές επαγγελματικής ολοκλήρωσης και προσωπικής ευτυχίας. Από τη στιγμή που γνωρίστηκαν δεν χώρισαν ποτέ. Ούτε επαγγελματικά αλλά ούτε και προσωπικά.
Ο δεύτερος γάμος της ήταν με τον Κώστα Καζάκο τον Αύγουστο του 1968.
Την ολοκλήρωση της ευτυχίας τους ήρθε να συμπληρώσει και ο μικρός Κωνσταντίνος, που γεννήθηκε στις 25 Απριλίου 1969, σχεδόν έναν χρόνο μετά τον γάμο τουςΟ δεύτερος γάμος της ήταν με τον Κώστα Καζάκο τον Αύγουστο του 1968.
Την ολοκλήρωση της ευτυχίας τους ήρθε να συμπληρώσει και ο μικρός Κωνσταντίνος, που γεννήθηκε στις 25 Απριλίου 1969, σχεδόν έναν χρόνο μετά τον γάμο τους
Το 1970 με τον Κώστα Καζάκο και τον μοναχογιό τους Κωνσταντίνο στο σπίτι τους στα Ιλίσια.
«Το μεγάλο μας τσίρκο»
«Το μεγάλο μας τσίρκο» που ανέβασαν στο θέατρο η Τζένη και ο Καζάκος το καλοκαίρι του 1973 δεν ήταν μια παράσταση όπως όλες οι άλλες, αλλά μια σημαντική πολιτική πράξη. Με το Τσίρκο η Τζένη τόλμησε και κέρδισε. Οι άσχημες μέρες βέβαια που ακολούθησαν με το ανέβασμα της παράστασης έγιναν σταθμός στη ζωή και την καριέρα της. Ο φοιτητόκοσμος σχημάτιζε ουρές κάθε βράδυ έξω από το θέατρο. Το έργο ξεπέρασε κάθε προσδοκία και το θέατρο έγινε τόπος αντίστασης και φανατικών εκδηλώσεων κατά των δυναστών της δικτατορίας. Η Τζένη είχε δηλώσει για τη συγκεκριμένη παράσταση: «”Το μεγάλο μας τσίρκο” σαφώς ήταν μια από τις σημαντικότερες στιγμές μου στο θέατρο. Ήταν μια μεγάλη στιγμή για όλους μας. Για μας τους ηθοποιούς, αλλά και για το κοινό. Νομίζω πως θα πεθάνω και θα θυμάμαι το Τσίρκο. Ένιωθα πως είχα την αίσθηση αποστολής σε εκείνη την παράσταση. Κάναμε τη δική μας αντίσταση, χωρίς να είμαστε αντιστασιακοί. Αντιστασιακοί είναι οι άνθρωποι που αγωνίστηκαν και υπέφεραν πολύ. Ο Κώστας κι εγώ απλώς κρατήσαμε μια έντιμη στάση μέσα στη δικτατορία. Δεν είμαι ηρωίδα, δεν γεννήθηκα γενναία και υποκλίνομαι μπροστά στον εκπληκτικό ηρωισμό, στο θείο θάρρος των παιδιών που φώναξαν, χτυπήθηκαν, βασανίστηκαν».
Με τον Κώστα Καζάκο και τον γιο τους Κωνσταντίνο κατά τη διάρκεια προβών στη σκηνή του Αθήναιον για το έργο «Τζόγκινγκ» το 1987.