Μια «κινηματογραφική» ζωή δίχως χάπι εντ για τον «Τζέιμς Ντιν του ποδοσφαίρου»
Το ημερολόγιο γράφει 15 Οκτωβρίου 1967 και έχουν περάσει μόλις λίγες ώρες από τη νίκη της Τορίνο επί της Σαμπντόρια με 4-2. Η «γκρανάτα» πλευρά της πόλης πανηγυρίζει και κάποιοι από τους πρωταγωνιστές εκείνης της νίκης θέλουν να το γιορτάσουν πίνοντας ένα ποτό σε κάποιο μπαρ. Οι Τζίτζι Μερόνι και Φαμπρίτσιο Πολέτι περπατούν στον δρόμο με σκοπό να συναντηθούν με τις συντρόφους τους όταν διασχίζουν απρόσεκτα τον δρόμο και το κακό δεν αργεί να συμβεί…
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ο πρώτος θα χτυπηθεί από διερχόμενο αμάξι που θα τον πετάξει στο απέναντι ρεύμα όπου ένα δεύτερο αυτοκίνητο τον αποτελειώνει. Ο οδηγός πλησιάζει το θύμα και το σοκ του γίνεται ακόμη μεγαλύτερο όταν αντιλαμβάνεται την ταυτότητά του. Ο νεκρός είναι ο άνθρωπος που φορούσε τη φανέλα με το «7» για λογαριασμό της Τορίνο, ο ασυμβίβαστος και χαρισματικός Τζίτζι Μερόνι, ενώ ο θύτης είναι ένας νεαρός, ο Ατίλιο Ρομέρο. Φανατικός οπαδός της ομάδας, με ένα δωμάτιο γεμάτο κασκόλ, αφίσες και μια φωτογραφία του ίδιου του Μερόνι στον τοίχο, συνειδητοποιεί ότι άθελά του έχει σκοτώσει το ίδιο το είδωλό του.
Λες και αυτή η ιστορία από μόνη της δεν είναι αρκετά ανατριχιαστική, έρχονται κι άλλες λεπτομέρειες να την αναδείξουν σε ένα «φεστιβάλ» συμπτώσεων και συγκυριών οι οποίες μοιάζουν απίστευτες. Πολλά χρόνια αργότερα ο Ρομέρο, που βρισκόταν στο τιμόνι του μοιραίου αυτοκινήτου, θα γίνει ιδιοκτήτης και πρόεδρος του συλλόγου (!) ενώ σε συνέντευξή του θα αποκαλύψει ένα όνειρο του πατέρα του δυο μέρες πριν το συμβάν. Τον είχε δει να οδηγεί στους δρόμους της πόλης και να χτυπά έναν ταύρο που ξεψύχησε στα χέρια του. Για όσους δεν το γνωρίζουν, ο ταύρος είναι το σύμβολο της Τορίνο…
Συνεχίζοντας στη σφαίρα του υπερφυσικού, αξίζει να σημειωθεί ότι οι οπαδοί της ομάδας φώναζαν τα προηγούμενα χρόνια ρυθμικά το όνομα του Μερόνι και τραγουδούσαν συνθήματα στο «Κομουνάλε» γνωρίζοντας ότι από ακόμα ένα παράξενο καπρίτσιο της μοίρας, Λουίτζι (Τζίτζι) Μερόνι (χωρίς όμως να σχετίζεται με τον ποδοσφαιριστή) λεγόταν και ο πιλότος του αεροπλάνου στο τραγικό δυστύχημα της Superga όταν στις 4 Μαΐου 1949 ξεκληρίστηκε η «Grande Torino», η καλύτερη –τότε- ομάδα της Ιταλίας και ίσως ολόκληρης της Ευρώπης. Το αεροσκάφος εκείνης της τραγωδίας ήταν ένα Fiat G-212 ενώ (σωστά μαντέψατε) και το αμάξι το οποίο οδηγούσε ο Ρομέρο ήταν κατασκευασμένο από την ίδια εταιρεία (ένα 127 Coupe), συμφερόντων της οικογένειας Ανιέλι που για δεκαετίες διοικεί την «μισητή» συμπολίτισσα, Γιουβέντους.
Όταν έχασε την ζωή του, ο Μερόνι ήταν μόλις 24 ετών. Έβλεπε την καριέρα του να απογειώνεται την στιγμή που οι σύγχρονοί του τον αποκαλούσαν «Ιταλό Τζορτζ Μπεστ». Ωστόσο αυτή η σύγκριση μπορεί να είναι κολακευτική και ίσως ακριβής σε ποδοσφαιρικό επίπεδο για τον μακρυμάλλη, μουσάτο εξτρέμ, αλλά τον αδικεί σε ό,τι αφορά στην στάση ζωής. Σε αντίθεση με τον Βορειοϊρλανδό αρτίστα, ο Τζίτζι δεν ήταν αλκοολικός, γυναικάς ή πάρτι άνιμαλ. Τουλάχιστον όχι σε αυτό το σημείο. Είχε, όμως, την ατυχία να είναι εκκεντρικός και να γεννηθεί και να μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον με δυσανεξία στην διαφορετικότητα, με την συντηρητική κοινωνία της χώρας να ζει ακόμη υπό την έντονη επιρροή του καθολικισμού που «έπνιγε» προσωπικότητες σαν την δική του.
Αρχικά «ενοχλούσε» αφού υπήρχαν υποψίες ότι στις φλέβες του έτρεχε τσιγγάνικο αίμα, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει ρατσιστικές συμπεριφορές. Σαν να μην έφτανε αυτό, επηρεασμένος από το ρεύμα των beatnik που τότε μεσουρανούσε στην Δύση, άφησε πιο μακρύ μαλλί και μούσι, αλλά στα μάτια πολλών Ιταλών αυτό δεν σήμαινε ότι απλά γούσταρε –ας πούμε- τους Beatles και υιοθετούσε το look του Πολ ΜακΚάρτνεϊ ή του Ρίνγκο Σταρ. Αντίθετα, τον κατηγόρησαν για… κρυφοκομμουνιστή, υποθέτοντας ότι ήθελε να μοιάσει στον Φιντέλ Κάστρο και στον Τσε Γκεβάρα…
Για πολλούς σύγχρονούς του ο Μερόνι ήταν πάντοτε ένας εύκολος στόχος. Η αλήθεια είναι πάντως ότι δεν προκαλούσε ο ίδιος με ακρότητες. Με εξαίρεση ίσως την συνήθειά του να βγάζει βόλτα μια… κότα σαν να είναι σκύλος και να πηγαίνουν να κάνουν μαζί μπάνιο στη λίμνη του Κόμο, στην γενέτειρά του! Απλά του άρεσε η ζωή, δίχως τις υπερβολές που κατά καιρούς διαβάζουμε για άλλους ποδοσφαιριστές.
Γεννήθηκε μέσα στη φτώχεια και έχασε από μικρός τον πατέρα του. Βαθιά συνεσταλμένος και μελαγχολικός, κατάφερε να επιβιώσει χάρη στο ταλέντο του στην μπάλα, την ίδια ώρα που η μουσική, η ποίηση, το σχέδιο, η μόδα και η ζωγραφική, τέχνες με τις οποίες ασχολούνταν, είχαν μετατραπεί στο προσωπικό καταφύγιό του. Ένας πραγματικός μποέμ, ο Τζίτζι τις περισσότερες φορές παρέμενε σιωπηλός και δεν απαντούσε στους πουριτανούς που τον κατηγορούσαν πίσω από την πλάτη του.
Ενοχλούσε η καταγωγή του, ενοχλούσε το παρουσιαστικό του, ενοχλούσαν οι ιδέες του, ενοχλούσαν οι επιλογές της ζωής του. Κάποτε τιμωρήθηκε με 5 αγωνιστικές επειδή δεν υποβλήθηκε σε προγραμματισμένο έλεγχο ντόπινγκ την περίοδο που έπαιζε στην Τζένοα. Ο ίδιος είπε ότι το ξέχασε, αλλά οι φήμες οργίαζαν ότι ήταν χρήστης ψυχεδελικών ουσιών. Και αποδείχθηκαν αρκετές για να του μείνει η «ρετσινιά» του… ναρκομανούς…
Παράλληλα στα μάτια των «καθωσπρέπει» νοικοκυραίων ήταν αδιανόητο ότι συζούσε ανύπαντρος με μια Πολωνοϊταλίδα ηθοποιό την οποία γνώρισε σε μπαρ, αποκτώντας μάλιστα και παιδί! Το γεγονός ότι εκείνη στη συνέχεια έχει παντρευτεί έναν σκηνοθέτη αλλά επέστρεψε στην αγκαλιά του ποδοσφαιριστή πριν καν πάρει διαζύγιο, θεωρήθηκε εξοργιστικό και πρόκληση για τα χρηστά ήθη της ιταλικής κοινωνίας.
Στην ουσία θεωρήθηκε ότι με το… έκλυτο lifestyle του λοιδορούσε τις παραδοσιακές αρχές με τον ίδιο τρόπο που ποδοσφαιρικά ξεφτίλιζε με το αέρινο στυλ του και το αλέγκρο, επιθετικό ταμπεραμέντο του το «κατενάτσιο» το οποίο είχε μετατραπεί σε «ευαγγέλιο» του σπορ στη χώρα. Μάλιστα το 1967 ένα δικό του εκπληκτικό γκολ ήταν εκείνο που έφερε το τέλος του νικηφόρου σερί τριών ετών της Ίντερ στο Σαν Σίρο, απέναντι στο σύνολο του Ελένιο Ερέρα, του απόλυτο θιασώτη της αμυντικής τακτικής.
Οι επιδόσεις του στο γήπεδο έφεραν σε δύσκολη θέση και έναν άλλο συντηρητικό προπονητή της εποχής. Ο Εντμούντο Φάμπρι, εκλέκτορας της εθνικής Ιταλίας, του ζήτησε να κουρευτεί για να τον συμπεριλάβει στις επιλογές του για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966. «Ελπίζω ότι μπορώ να παίξω το ίδιο καλά και με πιο μακριά μαλλιά» απάντησε ο Τζίτζι και τελικά πέρασε το δικό του, με αποτέλεσμα να βρεθεί στην αποστολή που ταξίδεψε για την Αγγλία. Εκεί είχε την τύχη να μην αγωνιστεί στον ιστορικό διασυρμό από την Βόρεια Κορέα (ήττα με 1-0 που έφερε τον αποκλεισμό για την σκουάντρα ατζούρα), αλλά θεωρήθηκε υπαίτιος για το «κάζο» επειδή –λέει- χαλούσε το κλίμα στα αποδυτήρια με τα… μαλλιά του…
Η τελευταία σεζόν της πολύ σύντομης καριέρας του ήταν και η καλύτερη. Πολύ πιο ώριμος ποδοσφαιρικά και συνεχίζοντας την αντικομφορμιστική ζωή του εκτός γηπέδων, ο Μερόνι άνθισε «οργώνοντας» την δεξιά πλευρά και φτιάχνοντας αμέτρητες φάσεις που τρέλαιναν τους οπαδούς. Το προσωνύμιό του, «La Farfalla Granata», δηλαδή «η γκρενά πεταλούδα» από τα χρώματα του συλλόγου, μάλλον αποτυπώνει πιστά το στυλ παιχνιδιού του ανθρώπου που το καλοκαίρι του 1967 έγινε ο λόγος να χωριστεί η πόλη στα δύο.
Η πανίσχυρη Γιουβέντους θέλει να τον αποκτήσει και προσφέρει στην Τορίνο 750.000.000 λιρέτες. Λένε ότι ο τότε πρόεδρος της ομάδας ήταν έτοιμος να πει το «ναι», αλλά όταν αυτό βγήκε στη δημοσιότητα, είδε έντρομος οπαδούς να ξενυχτούν έξω από το σπίτι του. Την ίδια ώρα πολλοί φίλαθλοι της ομάδας οι οποίοι εργαζόταν ως υπάλληλοι της FIAT, που εδρεύει στην πόλη και ανήκει στα αφεντικά της Γιουβέντους δήλωσαν έτοιμοι να μποϊκοτάρουν τα εργοστάσια, με αποτέλεσμα να κάνει πίσω και η οικογένεια Ανιέλι.
Είναι άγνωστο το κατά πόσο αυτή η κατάσταση θα άλλαζε στο μέλλον αφού έτσι κι αλλιώς η ίδια η μοίρα είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις της. Ελάχιστες εβδομάδες αργότερα ο Τζίτζι Μερόνι άφηνε την τελευταία πνοή του στην άσφαλτο της Corso Re Umberto και στην κηδεία του κατόρθωσε να ενώσει τους πάντες καθώς φίλαθλοι τόσο της Γιούβε όσο και της Τόρο –σε μια σπάνια ανακωχή- είπαν το ύστατο χαίρε σε μια ποδοσφαιρική ιδιοφυία και έναν μποέμ χαρακτήρα που ενσάρκωσε το «live fast, die young», όπως λέει και το ροκ που τόσο αγαπούσε.
Όταν η Τορίνο κατάφερε να κατακτήσει το πρωτάθλημα το 1976 δεν ήταν λίγοι οι φίλοι της ομάδας που έσπευσαν στο σημείο που σκοτώθηκε για να τιμήσουν την μνήμη του, ενώ πλέον εκεί βρίσκεται ένα μικρό μνημείο που υπενθυμίζει στις επόμενες γενιές το σύντομο αλλά μεγαλειώδες πέρασμά του από την «granata».