Η αξεπέραστη γοητεία της Ελληνίδας γιαγιάς: Την αναγνωρίζεις από χιλιόμετρα μακριά, από τα ρούχα, το πιάσιμο στα μαλλιά της, τις μυρωδιές του σπιτιού της από τα φαγητά που ετοιμάζει και τα φιλιά που είναι πάντα έτοιμη να σου δώσει μαζί με σοκολάτες και καραμέλες.
Η αξεπέραστη γοητεία της Ελληνίδας γιαγιάς
Ξυπνάει αξημέρωτα και πριν χαράξει το πρώτο φως του ήλιου έχει ήδη ξεκινήσει τις δουλειές της ημέρας.
Μέσος όρος ηλικίας: απροσδιόριστος. Τα πάντα πάνω της καλυμμένα με ύφασμα.
Συνηθισμένος τόπος κατοικίας: το χωριό της καταγωγής σου. Την αναγνωρίζεις από την ερώτηση: «τίνος είσαι εσύ;», ρωτάει με θράσος και ενδιαφέρον. Έχει φακελωμένο όλο το χωριό στα άδυτα του μυαλού της και τώρα πρέπει να φακελώσει και σένα που είσαι φρέσκια άφιξη και της φούντωσες το ενδιαφέρον.
«Της Βαγγελιώς του μπάρμπα Κίμωνα που είναι δεξιός ψάλτης στην εκκλησία και μένει πάνω απ΄ την πλατεία». Αναλυτικό βιογραφικό.
«Ααααααα», λέει. Μακρόσυρτο αααα που δείχνει πως κατάλαβε από που κρατάει η σκούφια σου και ορκίζεται πως είσαι φτυστός η μάνα σου.
Θα θελήσει να σε φιλέψει κάτι αφού σ΄ έβγαλε ο δρόμος στο σπιτικό της. Έναν ελληνικό, μια πορτοκαλάδα, ένα νεραντζάκι, ένα συκαλάκι, ένα βυσσινάκι. Όλα τα φρούτα της υπαίθρου παρελαύνουν μπροστά σου μέσα στο καλό της δίσκο που κατεβαίνει απ’ το πάνω ράφι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Εξαιρετική περίπτωση στα χωριά είναι οι μουσαφιραίοι.
Ως μουσαφίρης σωστός θα τιμήσεις τα εδέσματα της κι ας είσαι έτοιμος να σκάσεις. Είναι μέγιστη προσβολή να μη τιμήσεις τις προσφορές της. Στα μάτια της είσαι πάντα αδύνατος και εκείνη αναλαμβάνει να σε καρδαμώσει και να σε περιποιηθεί για όσο της χαρίζεις τη συντροφιά σου.
Εσύ βάζεις τα νιάτα, εκείνη τις συνταγές και τη σοφία.
Παθαίνεις πλάκα με την ενέργειά της. Εσύ μέχρι να κουνήσεις το ένα πόδι βρωμάει τ’άλλο κι αυτή έχει μαγειρέψει φαγητό, έχει πλύνει τα πιάτα, έχει σκουπίσει την αυλή και στο φτερό τηγανίζει λαχταριστά τυρόψωμα που σου σπάνε τη μύτη. Αεικίνητη κι ακούραστη τα προλαβαίνει όλα.
Δε διαμαρτύρεται για τίποτα. Η μεγαλύτερη ανταμοιβή της είναι να δει στα μάτια σου ευχαρίστηση και η μεγαλύτερη της αγωνία να είναι καλά τα παιδιά της. Όσο χρονών και αν φτάσουν, ακόμη κι αν είναι τα ίδια παππούδες, στα δικά της μάτια είναι παιδιά κι έχει την ευθύνη τους.
Δεν συνηθίζει να ενοχλεί. Τα παίρνει τηλέφωνο κάθε Κυριακή μετά τη λειτουργία για να δει τι κάνουν. Θέλει να μάθει νέα τους κι ας ξέρει πως δε θα της πουν τα προβλήματά τους για να μη στεναχωρηθεί.
Γεμίζει τη καθημερινότητα της με μια επίσκεψη σε μια γειτόνισσα, με το πλέξιμο που τη κάνει να νιώθει χρήσιμη και με το πηγαινέλα στα ζώα. Κότες κυρίως που δίνουν και κανένα αυγό για να μπορεί να φτιάχνει πίτες.
Άντρα δεν έχει. Τον έχασε από καιρό. Σχεδόν όλες στο χωριό τους έχασαν από καιρό. Τα εγγόνια κοροϊδεύουν: «τους φάγατε τους άντρες, γιαγιά, για να μη σας παιδεύουν». Μα αυτή ξέρει. Πιόμα και φαγητό θέλανε οι αρσενικοί κάθε βράδυ μετά τις δουλειές. Μόνοι τους το’φαγαν το κεφάλι τους.
Από τότε ντύθηκε στα μαύρα κι ούτε σκέφτηκε να τα βγάλει ποτέ. Αυτή σκέφτεται τι θα πει ο κόσμος. Πάντα τι θα πει ο κόσμος.
Θα το’χεις προσέξει κι εσύ. Όλες οι γιαγιάδες μια κοψιά. Σα να ‘ναι ταμένες. Μαύρη μαντήλα στα μαλλιά, το λεγόμενο τσεμπέρι, μαύρη μπλούζα, μαύρη φούστα, παντοφλέ παπούτσι κι ασορτί μαύρα σοσόνια μέχρι το γόνατο. Χειμώνα-Καλοκαίρι. Κι ας τις πιέζουν τα παιδιά να σπάσουν τη μαυρίλα με κανένα μπλε σκούρο. Ανένδοτες αυτές.
Άσε που έχουν ένα συνήθειο να ‘ρχονται όλες μαζί καταπάνω σου για να σ’ αγκαλιάσουν, να σ’ επεξεργαστούν, να σε φιλήσουν και να σε γρατζουνίσουν με τις τρίχες του πηγουνιού που ξέχασε να τους βγάλει η κόρη τους με το τσιμπιδάκι.
Τώρα δε μπορείς να φύγεις. Θα κάτσεις εκεί. Οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή. Με ποιον ήρθες, πόσο θα κάτσεις, αν έχεις δουλειά και πότε θα παντρευτείς. Αυτό που όλες θέλουν να ζήσουν για να χορέψουν στο γάμο σου, ποτέ δε θα το καταλάβεις.
Όσο κι αν γκρινιάζεις για την κατά μέτωπο επίθεση που σου κάνουν, πρέπει να παραδεχτείς πως ειλικρινέστερη ευχή απ’ τη: « Με μια καλή τύχη, παιδάκι μου», ποτέ δε θα λάβεις.