Η εικόνα της Παναγίας είναι ένα σύμβολο για τους Έλληνες του Πόντου. Χαρακτηριστική για τη σημασία της είναι η δήλωση του Λεωνίδα Ιασωνίδη, υπουργού Πρόνοιας της κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλου, όταν επί των ημερών του, η εικόνα ήρθε στην Ελλάδα: «Eν Eλλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Mε την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος».
Η εικόνα, σύμφωνα με την παράδοση της εκκλησίας δημιουργήθηκε από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Λουκά.
Αρχικά ονομαζόταν Παναγία η Αθηνιώτισσα, γιατί μετά τον θάνατο του Λουκά ένας μαθητής του την έφερε στην Αθήνα. Το 386 όμως, οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος βρέθηκαν μετά από όραμα με την Παναγία, από την Αθήνα στα βουνά του Πόντου. Σε ένα σπήλαιο σε υψόμετρο άνω των 1.000 μέτρων είδαν μια χρυσαφένια λάμψη.
Όταν πλησίασαν, βρήκαν την εικόνα της Παναγίας, που σύμφωνα με την εκκλησία, είχαν μεταφέρει άγγελοι. Οι δύο μοναχοί θεώρησαν την αποκάλυψη της Παναγίας, μέσω της εικόνας, ως σημάδι και αποφάσισαν να φτιάξουν στο σημείο που την βρήκαν ένα κελί.
Έτσι μπήκαν τα «θεμέλια» για την ιερά Μονή της Παναγίας Σουμελά, που κατά τον ξεριζωμό των Ποντίων από την περιοχή, καταστράφηκε από τους Τούρκους. Από το 1986 λειτουργεί ως μουσείο, ενώ τον Αύγουστο του 2010 η Τουρκία έδωσε άδεια να τελεστεί λειτουργία. Η μονή αλλά και η ιερή εικόνα πήραν το όνομα Σουμελά, από το όρος Μελά και το ποντιακό «σου», που σημαίνει εις το/ στο. Δηλαδή, η Παναγία «στο Μελά».
Θαυματουργή ήταν σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση και η φυσική ύδρευση του μοναστηριού, καθώς οι μοναχοί είδαν να αναβλύζει νερό από τους απόκρημνους γρανιτένιους βράχους.
Στα μέσα του 1800 η μονή απέκτησε έναν μεγάλο ξενώνα με 72 δωμάτια και άλλους χώρους, όπως βιβλιοθήκη, γραφεία κ.α. Κατά καιρούς η μονή γνώρισε ευεργέτες, αλλά και την εύνοια αυτοκρατόρων, ακόμα και μουσουλμάνων, που έβλεπαν το μοναστήρι σαν Θεία Πρόνοια.
Το 1922 οι Τούρκοι στη γενοκτονία των Ποντίων έκαψαν το μοναστήρι για να αφανίσουν εντελώς το ελληνικό στοιχείο από την περιοχή. Πριν βάλουν φωτιά, είχαν αρπάξει όλα τα πολύτιμα κειμήλια της μονής. Οι μοναχοί όμως, που είχαν προβλέψει το χτύπημα των Τούρκων, είχαν φροντίσει να κρύψουν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Σουμελά, καθώς και άλλα κειμήλια, όπως το Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστόφορου και ένα Σταυρό από Τίμιο Ξύλο, που είχε δωρίσει στη Μονή ο αυτοκράτορας Μανουήλ Γ’ της δυναστείας των Κομνηνών.
Τα ιερά αντικείμενα θάφτηκαν στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας που βρισκόταν σε απόσταση 2 χιλιομέτρων από το μοναστήρι. Οι Έλληνες του Πόντου ξεριζώθηκαν και τα κειμήλια έμειναν εκεί για περίπου δέκα χρόνια. Το 1930 ο μητροπολίτης Ξάνθης Πολύκαρπος Ψωμιάδης και ο τότε υπουργός πρόνοιας Λεωνίδας Ιασωνίδης, απευθύνθηκαν στον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο για να ασχοληθεί με το ζήτημα των θαμμένων κειμηλίων. Τότε ο Τούρκος ομόλογος του Βενιζέλου, ο Ισμέτ Ινονού, δέχτηκε να πάει στην περιοχή της μονής μια αντιπροσωπεία Ελλήνων και να αναζητήσει τα κειμήλια.
Υπό την καθοδήγηση του αρχιμανδρίτη Αμβρόσιου, ο οποίος ήταν ένας από τους τελευταίους μοναχούς της μονής Παναγίας Σουμελά, βρέθηκαν και ξεθάφτηκαν τα ιερά αντικείμενα. Μεταφέρθηκαν στην Αθήνα στο βυζαντινό μουσείο, όπου παρέμειναν έως το 1951. Τότε η εικόνα φιλοξενήθηκε για λίγο στο σωματείο Παναγίας Σουμελά για να τοποθετηθεί επίσημα, τον Αύγουστο του 1952 στον Ιερό Ναό Νέας Παναγίας Σουμελά, που χτίστηκε στις πλαγιές του Βερμίου.
Τον Ιανουάριο του 2015 ήρθε στο φως μια περίτεχνη τοιχογραφία της Παναγίας που εντυπωσίασε τους ερευνητές. Ο δημοσιογράφος και τουρκολόγος Ν. Χειλαδάκης μας πληροφορεί για τη συγκλονιστική ανακάλυψη. Σύμφωνα με ανακοίνωση του τουρκικού Υπουργείου Πολιτισμού, που εποπτεύει των εργασιών της ανακαίνισης της ιεράς ελληνορθόδοξης σταυροπηγιακής μονής της Παναγιάς Σουμελά, μετά από 16 χρόνια των εργασιών ανακαίνισης, οι ειδικοί ερευνητές εισήλθαν για πρώτη φορά στο Βαπτιστήριο της μονής και στο Çile Odası. Οι επιστήμονες ανακάλυψαν μια περίτεχνη τοιχογραφία της Παναγίας που είχε μείνει στο σκοτάδι, από τότε που οι Πόντιοι εγκατέλειψαν τον Πόντο, μέσα στο αίμα της φρικτής γενοκτονίας των Ποντίων.
Η τοιχογραφία προκάλεσε τον ενθουσιασμό των Τούρκων που εργάζονταν σε αυτή την πτέρυγα της μονής, η οποία επιφυλάσσει συνεχώς καινούργιες εκπλήξεις για ερευνητές και πιστούς.