Ανάμεσα στα νερά του ποταμού της Λιβαδειάς ξεπροβάλλει σε ένα βράχο η προτομή μιας όμορφης γυναίκας. Είναι η νύμφη Έρκυνα από την οποία πήρε το όνομα του το ποτάμι. Πρόκειται για το άλλο μεγάλο θηλυκό ποτάμι της Ελλάδας μετά τη Νέδα που βρίσκεται στην Ηλεία.
Το ποτάμι κοσμεί την περιοχή της Λιβαδειάς από τα αρχαία χρόνια. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η ροή του ξεκίνησε κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού της Έρκυνας με την φίλη της Περσεφόνη. Ενώ έπαιζαν με μια χήνα στο άλσος Τροφωνίου, το πτηνό απομακρύνθηκε και κρύφτηκε μέσα σε μια σπηλιά. Η Περσεφόνη για να τo πιάσει, μετακίνησε την πέτρα που βρισκόταν στην είσοδο και ορμητικό νερό ξεχείλισε.
Οι πηγές του ποταμού βρίσκονται στην περιοχή Κρύα, νότια της Λιβαδειάς. Εκεί, μέσα από ένα νερόμυλο ξεκινάει την διαδρομή του για την πόλη. Περνάει ανάμεσα από παλιά κτίρια και κάτω από πέτρινα τοξωτά γεφύρια, δημιουργώντας μικρούς καταρράκτες. Μεγάλα πλατάνια και λιθόστρωτα δρομάκια ομορφαίνουν τον περίγυρο του ποταμού. Το κέντρο της πόλης, απ” όπου περνάει η Έρκυνα, αποτελεί σημείο συνάντησης και τόπο αναψυχής για τους κατοίκους. Ο νερόμυλος είναι ενδεικτικός του καταλυτικού ρόλου που έπαιξε το ποτάμι στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης.
Τον 19ο αιώνα τα ορμητικά νερά του ποταμού χρησίμευαν, ώστε να κινούνται οι τροχοί των μύλων και οι μηχανές των εργοστασίων.
Μαντείο Τροφωνίου Διός
Στην περιοχή που βρίσκονται οι πηγές, λειτουργούσε κατά την αρχαιότητα ένα «παράξενο» μαντείο, το μαντείο του Τροφωνίου Διός. Βρισκόταν κοντά στο άλσος του Τροφωνίου και αναφέρεται από τον Παυσανία και τον Ηρόδοτο. Είχε δημιουργηθεί πριν από το μαντείο των Δελφών και σημαντικές προσωπικότητες το επισκεπτόταν για να πάρουν χρησμό για το μέλλον. Ανάμεσα τους ο Βασιλιάς Κροίσος και ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος-Παύλος. Η ιδιαιτερότητα του μαντείου έγκειται στο γεγονός ότι βρισκόταν μέσα σε σπήλαιο, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, και στη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθήσουν, όσοι ήθελαν να πάρουν χρησμό. Οι επισκέπτες έπρεπε να πλένονται για μέρες στα νερά του ποταμού Έρκυνα και στη συνέχεια να προσφέρουν θυσίες στους Θεούς.
Επόμενη στάση ήταν οι πηγές της Μνήμης και της Λήθης, που βρίσκονταν δίπλα από το μαντείο.
«Ντυμένοι με χιτώνες, έπιναν αρχικά το νερό της Λήθης για να ξεχάσουν όσα είχαν στο μυαλό τους και μετά το νερό της Μνήμης για να θυμούνται όσα θα ακούσουν μέσα στο μαντείο».
Για να πάρουν τον πολυπόθητο χρησμό, έπρεπε να συρθούν ανάσκελα σε μια υπόγεια τρύπα, κρατώντας μελόπιτες για τα ερπετά που θα συναντούσαν. Εκεί παρέμεναν για ώρες, ίσως και ημέρες, πριν επιστρέψουν στα εγκόσμια με την ίδια διαδικασία. Πριν αποχωρήσουν, εκμυστηρεύονταν όσα είδαν και άκουσαν στους ιερείς. Για να συνέλθουν από την απόκοσμη εμπειρία τους και να ευθυμήσουν ξανά, περνούσε πολύ καιρός.
Το μαντείο δεν έχει βρεθεί παρά τις προσπάθειες των αρχαιολόγων. Πιθανόν καταστράφηκε την περίοδο της βυζαντινής εποχής και κατά τη διάρκεια των καταλανικών επιδρομών. Λέγεται ότι οι Καταλανοί χρησιμοποίησαν τις πέτρες από τα αρχαία μνημεία για να δημιουργήσουν τείχη.
Κάστρο με θέα το φαράγγι
Το πιο καλοδιατηρημένο κάστρο της περιοχής και ένα από τα λίγα σωζόμενα καταλανικά κάστρα της Ελλάδας, βρίσκεται στο βραχώδη λόφο δίπλα στις πηγές του ποταμού. Από τα τείχη του φαίνεται το φαράγγι της Έρκυνας. Η ύπαρξή του χρονολογείται από τα αρχαία χρόνια αλλά πολλοί κατακτητές συνέβαλαν στην ολοκλήρωση του. Ξεκίνησε να φτιάχνεται από τους Φράγκους τον 13ο αιώνα αλλά τελειοποιήθηκε από τους Καταλανούς, οι οποίοι κυριάρχησαν στη περιοχή μετά τη νίκη τους στη μάχη της Κωπαΐδας. Στην αρχική φωτογραφία απεικονίζεται η Νύμφη Έρκυνα, φτιαγμένη από μια πέτρα του ποταμού. Άνοιξη-καλοκαίρι 2000, Σπύρος Γουργιώτης.