Είναι τόσο μεγάλη, που κάποτε την ονόμαζαν «πέλαγος». Είναι τόσο καλά κρυμμένη στο βύθισμα ανάμεσα στα όρη Παναιτωλικό και Αράκυνθο, ώστε παρέμεινε μοναχική και άγνωστη στον περισσότερο κόσμο.
Είναι τόσο ιδιαίτερη, ώστε αξίζει να τη γνωρίσετε από κοντά: Είναι η λίμνη Τριχωνίδα ή Απόκουρος και είναι η μεγαλύτερη λίμνη της Ελλάδας.
Εάν σταθείς στην όχθη της και κοιτάξεις τριγύρω, δεν διακρίνεις παρά μονάχα νερό, όσο φτάνει το μάτι. Τα περίπου 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα της υδάτινης επιφάνειάς της ποτίζουν εδώ και αιώνες χωράφια, ελαιώνες και κάμπους με εσπεριδοειδή. Γι’ αυτόν τον λόγο και η ανθρώπινη παρουσία γύρω από τη λίμνη παρέμεινε σταθερή μέσα στον χρόνο. Οι πρώτοι κάτοικοι της Αιτωλίας, όπως ονομαζόταν η περιοχή στην αρχαιότητα, ήταν οι Κουρήτες, και τους ακολούθησαν οι Ιωνες, οι Επειοί, οι Βοιωτοί και οι Αιολείς. Οι πιο πιστοί κάτοικοι της Τριχωνίδας ήταν και είναι οι ψαράδες που ακόμα και σήμερα ρίχνουν τα δίχτυα τους στα βαθιά, καθαρά νερά της, αναζητώντας τη νόστιμη, λιμνίσια αθερίνα, που υπάρχει μόνο εδώ.
Η Τριχωνίδα γειτονεύει με μια άλλη, μικρότερη και ακόμα πιο άγνωστη λίμνη, τη Λυσιμαχία. Τις δύο λίμνες χωρίζει μια λωρίδα γης πλάτους δύο χιλιομέτρων.
Γύρω της είναι χτισμένα καμιά εικοσαριά χωριουδάκια, άλλα περιποιημένα και γεμάτα ζωή και άλλα εγκαταλειμμένα στην τύχη τους, με φύλακες λιγοστούς γέροντες. Tα χωριά της λίμνης Τριχωνίδας, μπορεί να μη φημίζονται για την τουριστική τους υποδομή και το κοσμοπολίτικο περιβάλλον τους, διαθέτουν όμως πρωτόγονη ομορφιά και πολλά άγνωστα μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους με μεγάλο ενδιαφέρον.
Ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος, που ολοκληρώνει τον γύρο της λίμνης, έχει μήκος περίπου 70 χιλιόμετρα και προσεγγίζεται εύκολα είτε από το Αγρίνιο είτε από τη Ναύπακτο. Ο γύρος της λίμνης δεν είναι μια προβλέψιμη παράκτια διαδρομή, όπως θα ανέμενε κάποιος. Ο δρόμος για κάποια χιλιόμετρα ακουμπά σχεδόν στο νερό και μετά χάνεται μακριά, ακολουθώντας μια διαδρομή «από χωρίου εις χωρίον». Πολλά χωριά βρίσκονται στους πρόποδες του Αράκυνθου, ενός βουνού όμορφου και άγνωστου, που καλύπτεται μέχρι την κορυφή του με βελανιδιές και καστανιές. Τα χωριά είναι τριγυρισμένα από ελαιώνες και χωράφια, στα οποία κάποτε φύτευαν τα φημισμένα αγρινιώτικα καπνά, μια καλλιέργεια που σήμερα εγκαταλείπεται.
Ξεκινώντας από το Αγρίνιο, το πρώτο χωριό που θα συναντήσετε στις βορειοανατολικές όχθες της λίμνης είναι το Παναιτώλιο, πατρίδα του γλύπτη Χρήστου Καπράλου, με τα σπίτια του χτισμένα κατά μήκος του δρόμου. Στη συνέχεια, ο δρόμος περνάει μέσα από το Καινούργιο, που όπως λέει το όνομά του είναι ένα σχετικά νέο χωριό, το οποίο διατηρεί μερικά σπίτια του 18ου αιώνα, απομεινάρια του παλαιότερου οικισμού που ήταν χτισμένος στις όχθες της λίμνης. Το επόμενο μεγάλο χωριό της λίμνης είναι η Παραβόλα, από το κάστρο της οποίας ο Οδυσσέας Ανδρούτσος το 1821 κατόρθωσε να αποκρούσει τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη.
Σήμερα στο κάστρο, το οποίο δεσπόζει σε λόφο πάνω από το χωριό, υπάρχουν λείψανα των τειχών της αρχαίας πόλης του Βουκατίου, καθώς και ερείπια βυζαντινών πύργων. Στην κορυφή του ίδιου λόφου σώζεται ένα ακόμα σημαντικό βυζαντινό μνημείο της περιοχής, η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, μια τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική. Από την Παραβόλα αξίζει να κάνετε μια μικρή παράκαμψη προς τα βόρεια για να βρεθείτε στο εγκαταλειμμένο πλέον μοναστήρι του Βλοχού, με θέα προς την Τριχωνίδα και τη Λυσιμαχία, αλλά και προς τις κορυφές του Παναιτωλικού. Από το μοναστήρι που χρονολογείται από τον 18ο αιώνα σώζεται σήμερα το καθολικό και τα κελιά.
Μερικά χιλιόμετρα μετά το χωριό, ο δρόμος στρίβει και πάλι προς την όχθη της λίμνης. Αφού περάσετε το χωριό Δουγρί, με το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου του 16ου αιώνα, θα βρεθείτε μέσα σ’ ένα πυκνό πλατανόδασος που εκτείνεται μέχρι το πανέμορφο χωριουδάκι της Μυρτιάς. Η Μυρτιά είναι γνωστή κυρίως για δύο λόγους: τα λουτρά και τον νερόμυλό της. Η πηγή η οποία αναβλύζει ιαματικά νερά βρίσκεται στην άκρη του χωριού και είναι γνωστή από το τέλος του 19ου αιώνα. Οι σημερινές εγκαταστάσεις των λουτρών δεν είναι ιδιαίτερα οργανωμένες, αλλά παρ’ όλα αυτά, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, συγκεντρώνουν αρκετό κόσμο. Ο καλοδιατηρημένος νερόμυλος του χωριού, ο οποίος λειτουργεί αδιάκοπα από το 1771, κινείται χάρη στους μικρούς καταρράκτες που σχηματίζουν τα νερά του Διχαλορέματος κατεβαίνοντας από το βουνό. Η Μονή Μυρτιάς είναι ένα αξιοθέατο που αξίζει να δείτε, κυρίως για το καθολικό με τις τοιχογραφίες του Ξένου Διγενή (1491) και του Φράγκου Κατελάνου του 1539. Η Μονή λειτούργησε ως «κρυφό σχολειό» και ήταν κέντρο των μοναστηριών της επαρχίας Τριχωνίδας το 1835 όταν όλα τα μοναστήρια του Απόκουρου διαλύθηκαν. Νότια του νεκροταφείου του χωριού βρίσκεται το ασκηταριό της Ελεούσας, ένας υπέροχος σπηλαιώδης ναΐσκος με τοιχογραφίες του 14ου αιώνα. Από το ασκηταριό θα έχετε μοναδική θέα στη λίμνη. Κατεβαίνοντας στην παραλίμνια Κάτω Μυρτιά θα βρείτε ταβερνάκια, ένα ξενοδοχείο και τα Λουτρά, μια ιαματική πηγή, που ωστόσο έχει εγκαταλειφθεί και ερημώνει.
Το χωριουδάκι της Αγίας Σοφίας, το οποίο θα συναντήσετε στη συνέχεια, φιλοξενεί ένα πραγματικά εντυπωσιακό μνημείο βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για το σύμπλεγμα των ναών του Αγίου Νικολάου και των Ταξιαρχών του 13ου αιώνα, που είναι χτισμένοι με ογκόλιθους από το αρχαίο ιερό της Αρτέμιδος που προϋπήρχε εδώ. Λίγο πιο πέρα βρίσκονται τα ερείπια του ναού της Αγίας Σοφίας που χτίστηκε το 1296 από την Αννα Καντακουζηνού-Παλαιολόγου.
Το Θέρμο είναι το κεφαλοχώρι της Τριχωνίδας. Το παλαιό όνομά του ήταν Κεφαλόβρυσο και ήταν αρχικά εμπορικό και διοικητικό κέντρο, χτισμένο στη διασταύρωση των εμπορικών δρόμων που συνέδεαν την ορεινή Ναυπακτία, με την Ευρυτανία και την Αιτωλία. Σήμερα, το Θέρμο είναι ένα όμορφο και πολύ περιποιημένο χωριό, που διαθέτει αρκετές αξιόλογες επιλογές για διαμονή και φαγητό.
Στο κέντρο του χωριού ξεχωρίζει η πλατεία του Κοσμά του Αιτωλού, με τα αιωνόβια πλατάνια και τα τρεχούμενα νερά, όπου τα καλοκαίρια, εκτός από το πανηγύρι στη μνήμη του Κοσμά του Αιτωλού, διεξάγονται πολλές ακόμα πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το χωριό. Πρόκειται για τον αρχαίο Θέρμο, με εντυπωσιακές στοές, ναούς, βάθρα ανδριάντων, δρόμους, κρήνες και πολλά αρχαιολογικά ευρήματα που στεγάζει το μικρό υποτυπώδες μουσείο που βρίσκεται εκεί.
Ο Θέρμος ήταν η έδρα της πανίσχυρης Αιτωλικής Συμπολιτείας (ή Κοινό των Αιτωλών), η οποία εμφανίζεται τον 4ο π.Χ. αιώνα και είναι μια ομοσπονδία με ισότιμα μέλη όλες τις αιτωλικές κοινότητες.
Εδώ οι δημότες της Αιτωλικής Συμπολιτείας ψήφιζαν τα εκτελεστικά όργανα της συμπολιτείας σύμφωνα με τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας. O θεσμός της διαιτησίας, αναγράφεται για πρώτη φορά χαραγμένος στις πλάκες των ψηφισμάτων του αρχαίου Θέρμου. Επίσης, υπήρξε θρησκευτικό κέντρο των Αιτωλών, μέσω της λατρείας του θεού Απόλλωνα.
Το χωριουδάκι Μέγα Δένδρο, που βρίσκεται βορειοδυτικά του Θέρμου, είναι η γενέτειρα του εθναπόστολου Κοσμά του Αιτωλού. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός ήταν διάσημος δάσκαλος του Ελληνισμού τον 18ο αιώνα.
Από το Θέρμο μπορείτε εύκολα να επισκεφτείτε τα χωριά της ανατολικής πλευράς της λίμνης. Ξεχωρίζουν η Χρυσοβίτσα, κοντά στα ερείπια της αρχαίας πόλης των Κορόντων, και το Πετροχώρι.
Για να φτάσετε στα Σιταράλωνα, που βρίσκονται στις νοτιοανατολικές ακτές της λίμνης, μπορείτε είτε να ακολουθήσετε τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που ξεκινά από το Θέρμο είτε να πάρετε τον παραλίμνιο χωμάτινο δρόμο που ξεκινά από τη Μυρτιά και συνεχίζει κατά μήκος της πανέμορφης ανατολικής όχθης.
Το οδοιπορικό σας στην Τριχωνίδα θα ολοκληρωθεί με την επίσκεψη στα χωριά της νότιας πλευράς της. Τα πιο ενδιαφέροντα απ’ αυτά είναι η Γαβαλού, γνωστή και από τις μάχες της Επανάστασης του 1821.
Είναι το πιο μεγάλο κεφαλοχώρι εδώ, με 1.500 κατοίκους. Κάτω από ένα στέγαστρο βρίσκονται οι μνήμες των αρχαίων ενοίκων του τόπου, ένας ναός του Ασκληπιού. Η αρχαία πόλη που υπήρχε ήταν το Τριχώνιο, πατρίδα σπουδαίων στρατηγών της Αιτωλικής Συμπολιτείας, όπως ο Σκόπας, ο Δωρίμαχος και ο Θόας.
Οι λίμνες Τριχωνίδα και Λυσιμαχία ανήκουν στο δίκτυο Natura 2000 και στην ουσία φιλοξενούν παρόμοια οικοσυστήματα.
Η παραλίμνια βλάστηση στην Τριχωνίδα αποτελείται από αιωνόβια πλατάνια, ιτιές, φράξους, λεύκες, καβάκια, λυγαριές, κυπαρίσσια, δάφνες, πικροδάφνες, ευκαλύπτους, καλαμιές, βούρλα, ψαθιά, βαλτώδεις εκτάσεις και εσπεριδοειδή.
Ο ζωικός της πληθυσμός αποτελείται από πολλών ειδών ψάρια, όπως δρομίτσα, τσουρούκλα, αθερίνα, κυπρίνι (γριβάδι), λουρογοβιός, χέλι, γουρνάρα, τριχωνοβελονίτσα, σαλιάρα, κουνουπόψαρο, γλανίδι, νανογωβιός.
Στα νερά της λίμνης διαβιούν ακόμη σπόγγοι, οστρακώδη και μαλάκια. Στα νερά των ρεμάτων, κυρίως στις εκβολές τους, ζουν αρκετά ψάρια όπως η μπούλκα, η μπριάνα, η λιάρα, η νιάσκα ή τσίμα. Εκτιμάται ότι οι αλιευόμενες ποσότητες ψαριών υπερβαίνουν τους 350 τόνους ετησίως.
Η ορνιθοπανίδα της λίμνης είναι επίσης πολύ ενδιαφέρουσα. Εχουν παρατηρηθεί πάνω από 140 είδη πτηνών. Από αυτά, τα τριάντα είδη – τουλάχιστον – υπάγονται στα απειλούμενα και στα αυστηρά προστατευόμενα από την κοινοτική νομοθεσία.
Πολύ σημαντικοί για τη διατήρηση των υδρολογικών και περιβαλλοντικών συνθηκών της περιοχής είναι οι ασβεστούχοι βάλτοι οι οποίοι έχουν χαρακτηριστεί ως «οικότοποι προτεραιότητας» και δημιουργήθηκαν από αποθέσεις ιζημάτων και συσσώρευση νεκρού φυτικού υλικού.
Χαρακτηριστικό των περιοχών που καταλαμβάνουν είναι το φυτό Κλάδιο, το οποίο οι ντόπιοι αποκαλούν «Κοψιά» εξαιτίας των κοφτερών φύλλων του. Στη περιοχή Αμπάρια στο χωριό Καινούργιο, δίπλα στις όχθες της Τριχωνίδας, σε ένα ανακαινισμένο παλαιό αντλιοστάσιο βρίσκεται το Κέντρο Περιβάλλοντος Τριχωνίδας.
Η Τριχωνίδα αιώνες τώρα δίνει δουλειά σε επαγγελματίες ψαράδες. Μετά την Κατοχή στη λίμνη ψάρευαν πάνω από 300 ψαράδες, όμως σήμερα ελάχιστοι συνεχίζουν την παράδοση από γενιά σε γενιά.
Η Τριχωνίδα είναι πολύ πλούσια σε ψάρια, τα οποία γεννούν τα αβγά τους στη γειτονική, ρηχή Λυσιμαχία και στη συνέχεια περνούν στην Τριχωνίδα από ένα στενό κανάλι που συνδέει τις δύο λίμνες.
Στην Τριχωνίδα ζουν 25 είδη ψαριών από τα οποία 16 είναι βρώσιμα και 1 1 ενδημικά στην Ελλάδα, ενώ ένα είδος ψαριού ζει μόνο εκεί: είναι ο νανογωβιός, ένα από τα μικρότερα σπονδυλωτά ζώα της Γης (τα ενήλικα θηλυκά έχουν 2 εκατοστά μήκος). Ομως, το πιο γνωστό, δημοφιλές και νόστιμο ψάρι της Τριχωνίδας είναι η γνωστή αθερίνα, που «μεταπήδησε» από τη θάλασσα στη λίμνη, προσαρμόστηκε και πλέον ζει εκεί.