Μαργαρίτες Ρεθύμνου: Το Χωριό Των Πιθαράδων Μοιάζει Σαν Να Βγήκε Από Ταινία Του Ελληνικού Κινηματογράφου
Το χωριό Μαργαρίτες, γνωστό και ως χωριό των πιθαράδων, αποκαλύπτει μία λιγότερο γνωστή -και περισσότερο αρτιστίκ- πλευρά της Κρήτης
Οι Μαργαρίτες, πέρα από τη ρομαντική διάθεση που πιθανόν να σας εμπνεύσουν λόγω ονομασίας, αποτελούν και το ιδανικό μέρος για να επισκεφτείτε, ιδίως όσοι λατρεύετε την Τέχνη, όταν βρεθείτε στην Κρήτη.
Η περιοχή αποτελεί το μεγαλύτερο κέντρο αγγειοπλαστικής στη Δυτική Κρήτη και ένα από τα μεγαλύτερα της Ελλάδας -και όχι αδικά- καθώς διαθέτει μακρά παράδοση στον τομέα αυτό. Ο βασικός λόγος είναι η εξαιρετικής ποιότητας και σε μεγάλα αποθέματα, πρώτη ύλη που διαθέτει η οποία δεν είναι άλλη από το αργιλώδες χώμα. Αν και σήμα κατατεθέν, δεν αποτελεί το μοναδικό χαρακτηριστικό της περιοχής, αφού οι Μαργαρίτες παρουσιάζουν και ιστορικό ενδιαφέρον. Είναι μία περιοχή που ήκμαζε πολιτιστικά για αιώνες, από την αρχή της Ενετοκρατίας και έπειτα, κάτι που είναι εμφανές στην αρχιτεκτονική της μέχρι και σήμερα. Μάλιστα, σε ενετικά έγγραφα της εποχής, αναφέρονται ως «Μαγαρίτες» και εκεί κρύβεται πιθανότατα η ετυμολογία της ονομασίας τους (μαγαρικόν σήμαινε πήλινο) και όχι στο αγαπημένο λουλούδι που, παρόλα αυτά, υπάρχει σε αφθονία.
Κατά την επίσκεψη σας εκεί, θα μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον σας τα αμέτρητα διακοσμητικά κεραμικά που υπάρχουν σε τοίχους και αυλές, οι γλάστρες, τα πιθάρια και τα κεραμικά σκεύη κάθε είδους και μεγέθους. Διαθέτει γραφικά σοκάκια με αποτέλεσμα κάθε γωνία της περιοχής να είναι σαν κομμένο καρέ από ταινία της Φίνος. Η κοντινή απόσταση του χωριού από την παλιά πόλη του Ρεθύμνου (κάτι λιγότερο από 27 χλμ) τον καθιστά ακόμη πιο ελκυστικό και προσβάσιμο προορισμό ενώ συνίσταται η περιήγηση με τα πόδια για να κάνετε πιο εύκολα στάσεις σε κάποιο από τα πολυάριθμα art shops ή εργαστήρια κεραμικής.
Εμείς είχαμε την τύχη να συναντήσουμε επί το έργον την κ. Κατερίνα Δανδόλου, η οποία επεξεργάζεται τον πηλό με τον παραδοσιακό τρόπο, με χρήση ποδοκίνητου τροχού, επί τριάντα πέντε συναπτά έτη. Στο κατάστημά της όλα τα αντικείμενα είναι χειροποίητα και σε κάποιον μη εξοικειωμένο, η διαδικασία που ακολουθείται φαντάζει δημιουργική και ευχάριστη, χωρίς να γίνεται αντιληπτό πόσο απαιτητική είναι.
H ίδια από την αρχή διευκρινίζει: «Η αλήθεια είναι πως πρέπει να δουλεύεις μέρα-νύχτα, καθηλωμένος σε ένα τροχό για ολόκληρο τον χειμώνα ώστε να μπορέσεις να έχεις παραγωγή το καλοκαίρι. Όλη η διαδικασία απαιτεί συγκέντρωση, για να πάρει ο πηλός την επιθυμητή μορφή, και μυϊκή δύναμη τόσο για να «ξεραθεί» όσο και για να υπάρξει ποσότητα. Πρέπει να δημιουργείς αρκετά αντικείμενα κάθε φορά, δε μπορείς να φτιάξεις μόνο ένα ή δύο, καθώς ο ειδικός φούρνος που ψήνονται θέλει για να γεμίσει και να λειτουργήσει τουλάχιστον δέκα τεμάχια. Θα έλεγα πως είναι αρκετά σκληρή δουλειά».
Γιατί αποφάσισε να αφοσιωθεί παντελώς σε μία τόσο ιδιαίτερη Τέχνη; Αρχικά, συγκρατημένα και έπειτα με ένα ζεστό χαμόγελο, σαν να βιώνει ξανά τα όσα εξιστορεί, μας λέει: «Εγώ θυμάμαι ως παιδί, να μου κεντρίζει το ενδιαφέρον ό,τι είχε να κάνει με χειροποίητες κατασκευές και Τέχνη, για αυτό δε μετάνιωσα ποτέ που ασχολήθηκα με την κεραμοποιία. Από μικρή ηλικία, έβγαινα με τον πατέρα μου στο βουνό, κοπανούσαμε και κοσκινίζαμε μαζί, γεμίζαμε τριάντα σακούλια και μετα τα επεξεργαζόμασταν με ολόκληρη την οικογένεια. Κατασκευάζαμε σκεύη πρώτης ανάγκης, μαγειρικά, αποθηκευτικά και ό,τι χρειάζεται να υπάρχει σε ένα σπίτι. Δεν είχαμε κανένα άλλο υλικό, όπως το πλαστικό, τίποτα τέτοιο».
Όση ώρα διαρκεί η αφήγηση, ακούγεται από το ραδιόφωνο ένα μελωδικό και νοσταλγικό τραγούδι, σαν άτυπη μουσική επένδυση, το «Νησιά Στη Βεράντα». Κάτι που με οδηγεί να ρωτήσω ποια είναι η θετική πλευρά της διαδικασίας, πέρα από το χρονοβόρο και κάπως επίπονο κομμάτι της. Η Κατερίνα απαντά αμέσως σε ένα ταξιδιάρικο τόνο, που κάνει πιο ταιριαστός με τη μουσική υπόκρουση. «Είναι ένας τρόπος να ξεφεύγεις από την πραγματικότητα, αυτό είναι το ωραίο για εμένα. Έχει και μία ομορφιά το χρώμα του πηλού που σε σαγηνεύει. Στο χωριό τον χειμώνα δεν υπάρχουν πολλές επιλογές, έχεις τα χωράφια, τις ελιές, τις δουλειές του σπιτιού· μετά; Είναι μία εργασία που απολαμβάνω παρόλο που ξέρω ότι δεν πρόκειται ποτέ να αποταμιεύσω, πόσο μάλλον να πλουτίσω από αυτή. Οι τιμές είναι χαμηλές, η διαδικασία ακριβή, κυρίως αγοράζουν τουρίστες και όχι ντόπιοι και συνήθως λίγα πράγματα. Άρα, θα πρέπει να συνεχίσω να εργάζομαι για καιρό ακόμα, όμως, δε με πειράζει, το αντίθετο. Είναι ένας τρόπος να συνεχίζεται η παράδοση του τόπου μας. Η νεότερη γενιά, το βλέπω και από τις δύο κόρες μου που είναι 22 και 24 ετών, είναι προς το παρόν επιφυλακτική να ασχοληθεί με την κεραμική τέχνη αλλά πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψουν και θα συνεχίσουν και εκείνοι, ακόμη πιο ορμητικά, την παράδοση».
Η Κατερίνα είναι ένα από τα περίπου είκοσι άτομα του χωριού, που ακολουθούν την παραδοσιακή, παραγωγική διαδικασία και μας διαβεβαιώνει πως όλοι οι κάτοικοι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην περιοχή, αγαπούν εξίσου την κεραμοποιία. Αν αναζητάτε, λοιπόν, μία σύνδεση με φιλότεχνους ανθρώπους και έναν τόπο που διατηρεί την αισθητική και τον χαρακτήρα του παρελθόντος στο παρόν, οι Μαργαρίτες είναι για εσάς. Και το μόνο σίγουρο είναι πως φεύγοντας από εδώ, δεν πρόκειται να αναρωτηθείτε στιγμή «τις αγαπάω ή δε τις αγαπάω». Από τα πρώτα λεπτά της επίσκεψης σας, θα έχουν κερδίσει μία θέση στην καρδιά σας.