4 η ώρα το πρωί, καφενείο σε ένα ορεινό χωριό στο πουθενά…
Είναι δυο φίλοι και τα πίνουνε – οι δυό τους έχουνε μείνει – και πνίγουνε τον πόνο τους στο κρασί. Ο ένας κουτσός, ο άλλος καμπούρης. Κάποια στιγμή, κουρασμένος γαρ, λέει ο καμπούρης, “πάμε ρε κουτσέ σπίτι, ξημερώνει πια..” Βγαίνουνε λοιπόν από τον καφενέ, έξω παγωνιά, ψυχή στους δρόμους, και τα σπίτια τους να’ναι στην άλλη άκρη του χωριού. “Ρε κουτσέ, λέει ο καμπούρης, δεν κόβουμε μέσα από το νεκροταφείο, να φτάσουμε γρηγορότερα?” “Άπαπα, λέει ο κουτσός, δεν μπαίνω εγώ κει μέσα, κωλώνω.” “Τι λες ρε μλκ, του λέει ο καμπούρης, κουτσός άνθρωπος θα κάνεις το γύρο? Έλα μαζί!” “Αποκλείεται, του λέει ο κουτσός, χέζομαι απάνω μου σου λέω..” “Άντε καλά, λέει ο καμπούρης, κάνε ότι θες, εγώ πάω από μέσα.”
Χωρίζουν λοιπόν, μπαίνει ο καμπούρης στο νεκροταφείο, κι εκεί που πηγαίνει σιγά-σιγά και προσεκτικά, ανδύετα πίσω από τον τάφο της κυρα-Μαριγώς του Παναγιώτ’ του Δερβέναγα, ένα φάντασμα…! “Τι’ν’τούτο παναγιάμ”, λέει ο καμπούρης, και πέφτει στα γόνατα. “Τιιι είν’ αυτό στην πλάτη σου;”, λέει το φάντασμα. “Εε;, λέει ο καμπούρης. Καμπούρα!” “Φέρτη δω!”, λέει το φάντασμα, και ξαφανίζεται. Και μένει ο καμπούρης, στητός κι ωραίος, χωρίς καμπούρα!
Σκάει την άλλη μέρα το απογεματάκι στον καφένε, “Ωπ, καλησπέρα παλικάρια!” Τον κοιτάνε όλοι σα μαλάκες, τον κοιτάει κι ο κουτσός, “Τι έγινε ρε μαλάκα, πού πήγε η καμπούρα??” “Άστα, πού να στα λέω, το και το!” “Τι λες ρε μλκ, θα πάω κι εγώ σήμερα!” “Να πας ρε φίλε, να πας!”, του λέει, και του εξηγεί που είν’ ο τάφος και τι ώρα κλπ.
Σκάει λοιπόν ο κουτσός στο νεκροταφείο, 4:17 το πρωί είναι στον τάφο της κυρα-Μαριγώς, βγαίνει το φάντασμα, χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά ο κουτσός, το κοιτάει και του κάνει: “Είσαι το φάντασμα;” “Ναι, τιιι είν’ αυτό στην πλάτη σου?” “Τίποτα”, λέει ο κουτσός. “Ε, πάρε μια καμπούρα!”