Ήτανε μια φορά ένας χωρικός λίγο βραδύγλωσσος.
Έρχεται κάποια μέρα στην Αθήνα και πάει στο Ιατρικό Κέντρο εκεί στο Μαρούσι. Πλησιάζει τη κοπέλα στην
είσοδο και της λέει:
– Ωρι-ρι-ριλά θέλω.
Η κοπέλα τον καθοδηγεί και σε λίγο βρίσκεται μπροστά στο γραφείο του γιατρού να του εξηγεί το
πρόβλημά του:
– Εγώ-γώ γιατρέ μου έχω κο-κο-κότες και πα-πα-πάπιες. Τις έχω μέσα στο κο-κο- κοτέτσι και το πρω-πρωί
τις βγάζω και το βρα-βράδι τις ξα-ξα-ξαναβάζω πα-πα-πάλι.
Ο γιατρός τον κοιτάει περίεργα, γιατί εκτός του ότι σπάζεται με το ρατάρισμα, δεν βλέπει και τι τον
ενδιαφέρουν αυτόν τα πουλερικά.
– Ωραία όλα αυτά κύριέ μου και χαίρομαι για σας, του λέει. Δεν βλέπω όμως εγώ που μπορώ να
βοηθήσω.
– Πε-πε-περίμενε γιατρέ μου, του λέει ο χωρικός. Το πρω-πρωί που λές τους ανοίγω την πο-πο-πόρτα
και φωνάζω “Πα, πα, Πα” και έξω οι Πα-πα-πάπιες !! Με-με-μετά ξξξξαναφωνάζω “Κο, κο, κο” και έξω κι
οι κο-κο-κότες.
– Εμένα τι με κόφτει άνθρωπέ μου τι κάνεις εσύ με τις πάπιες και τις κότες;, διαμαρτύρεται ο γιατρός που
αρχίζει να εκνευρίζεται χοντρά. Γιατρός είμαι δεν είμαι πτηνοτρόφος !!
– Μη-μη-μη βιάζεσαι θα σου εξξξξξηγη- γήσω, συνεχίζει απτόητος ο χωρικός. Το βρα-βράδι
ξξξξανανοίγω τη πο-πο-πόρτα και φωνάζω “Πα, πα, Πα” και μέσα οι Πα-πα- πάπιες !! Με-με-μετά “Κο,
κο, κο” και μέσα κι οι κο-κο-κότες… εκτός από μια.
– Ε βάλτην κι αυτήν τη μία μέσα να κάνουμε και καμμιά δουλειά !!, διακόπτει ο γιατρός που έχει πάρει
ανάποδες.
– Δε-δεν μπαίνει με τι-τι-τίποτα η κα-κα- καριόλα με-με-μέσα, επιμένει ο “ασθενής”. Το Χρι-χρι-χριστό
σου, αρχίζω το-το-τότε εγώ, τη Πα-Πα-Παναγί… έξω οι πα-πάπιες.