Πήγε ένας βλάχος από το χωριό στην ξελογιάστρα Αθήνα
– Και πάω που λέτε σ’ ένα μεγάλο κτίριο με ωραία φώτα, καθρέφτες, πράματα….. και με βλέπει μία τσούπρα και με ρωτάει:
«Μανικιούρ;»,
«Μανικιούρ» λέω κι εγώ, μη νομίζει κιόλας ότι είμαι κανένας βλάχος… Kαι με βουτάει ρε παιδιά και μου πιάνει τα χέρια από δω, από κει, μου βάζει κρέμες, πράματα, λίμες, κοιτάτε ρε τι ωραία που μου τάκανε τα νύχια…
-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;
-Όχι ρε τι λέτε, τρομερό είναι. Δεν κοτάω να πάω παρακεί και έρχεται μια άλλη και μου λέει «πεντικιούρ;».
Πεντικιούρ λέω κι εγώ. Και με βουτάει, και μου τρίβει τα πόδια με λίμες, με πράματα, και κοίτα πώς μου τάκανε.
-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;
– Όχι ρε τι λέτε, τρομερό είναι. Αλλά δεν κοτάω να πάω παρακεί και έρχεται μια άλλη και μου λέει «περμανάντ;».
Περμανάντ, λέω κι εγώ. Και με βουτάνε δυό και με βάζουν κάτω και με λούζουν και με τρίβουν και κοίτα πως μου κάνανε το μαλλί; ε; ωραίο;
-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;
– Όχι ρε τι λέτε, τρομερό είναι. και αμέσως μετά έρχεται μια άλλη και με ρωτάει «μιζανπλί;».
Μιζανπλί λέω κι εγώ. Και με βουτάει άλλη μια και μου τρίβει το μαλλί από δω, μου το τραβάει από κει, βάζει κάτι πινέλα κάτι πράματα και κοίτα χρώμα;
-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;
– Όχι ρε τι λέτε, μια χαρά είναι!
– Και μετά τι έγινε;
– Έ,μετά βγήκα έξω και όλοι με κοιτάγανε και κοίταγα κι εγώ με καμάρι, και μου χαμογελάγανε, και χαμογέλαγα κι εγώ, και έρχονται δυό παλληκάρια και με ρωτάνε «Τραβεστί;».
Τραβεστί λέω κι εγώ !
Αλλά αυτό πόνεσε, πώ πω πω πώς πόνεσε!!!