Τρεις μπογιατζήδες – ένας Αλβανός, ένας Γερμανός και ένας Έλληνας πέθαναν και πήγαν στον Παράδεισο.
– Καλώς τα παιδιά. Επιτέλους ήρθαν και τρεις χρήσιμοι άνθρωποι.
Ρε παιδιά θέλω να βάψω την πόρτα του Παράδεισου.
– Για πες μου, λέει του Αλβανού, πόσα θέλεις για να ….
τη βάψεις;
– 600 ευρώ, λέει ο Αλβανός.
– 600; Πώς τα λογάριασες;
– Nα: 400 για μένα και 200 τα υλικά.
– Εσύ, λέει του Γερμανού, πόσα θέλεις;
– 900 ευρώ: 300 για μένα, 300 στην εφορία και 300 τα υλικά.
– Και εσύ, λέει του Έλληνα, πόσα θέλεις;
– 3.000 ευρώ Άγιε Πέτρο
– 3.000; Τρελός είσαι; Πώς τα λογάριασες;
– Άγιε Πέτρο, έλα πιο κοντά να μην μας ακούν.
Ο Άγιος Πέτρος πήγε κοντά του και ο Έλληνας του ψιθυρίζει:
Άκουσε : 1.000 για σένα, 1.000 για μένα, 400 στον Γερμανό για να το βουλώσει
και 600 θα δώσουμε στον Αλβανό για να βάψει την πόρτα…
BONUS ANEKDOTA
Mιά νεόπλουτη Ελληνο-Αμερικάνα έρχεται για διακοπές σε κάποιο
ελληνικό νησί και κάποιο πρωινό αποφασίζει να βγει για να ψωνίσει μερικά
φρούτα. Μπαίνει στο μαγαζί του μανάβη και με προφορά του λέει:
-Hi! Παρακαλόου ένα κιλό μήλα.
Ο μανάβης βάζει τα μήλα σε μια σακούλα και της τα δίνει. Μόλις
εκείνη τα βλέπει λέει:
-Oh my God! τι μικρά μήλα που είναι.. Στο Αμέρικα εμείς έχουμε κάτι μήλα,
τόοοοοοσο μεγάλα. Δεν τα θέλω. I don’t want them! Βάλε μπανάνες σε
παρακαλόου.
Χωρίς να μιλήσει ο μανάβης, αφήνει τα μήλα και βάζει μερικές μπανάνες. Οταν
τις βλέπει, το σκηνικό επαναλαμβάνεται:
-Τς, τς, τς… Τι μπανάνες είναι αυτές, τόσο μικρές. Εμείς στο Αμέρικα,
έχουμε κάτι μπανάνες so big. Ι don’t want. Βάλε σε παρακαλόου, μερικές
φράουλες.
Ο μανάβης έχει αρχίσει και ανεβάζει πίεση αλλά ο πελάτης έχει πάντα δίκιο
και αποφασίζει να της βάλει φράουλες.
-Α πα, πα… Τι μικρές φράουλες. Στο Αμέρικα υπάρχουν κάτι strawberries
τεράστιες. Δεν θέλω, βάλε κεράσια.
Ο μανάβης μετά βίας κρατιέται να μην της τα βάλει έμπλαστρο.
-Jesus! Τι κερασάκια είναι αυτά!!! Τόσο μικρά.. Μα πώς τα τρώτε εσείς εδώ
τόσο μικρά που είναι; Δεν τα θέλω.
Την ώρα που τα λέει αυτά, ταυτόχρονα, κοιτάει ένα γύρο στο μαγαζί για να δει
τι θα είναι αυτό που θα ζητήσει μετά. Βλέπει τα καρπούζια.
-Ασε σε παρακαλόου, τα κερασάκια. Βάλε μου ένα καρπούζι.
-Δεν έχουμε καρπούζι, μαντάμ, λέει ο μανάβης εκνευρισμένος.
-Are you joking? Mε δουλεύεις; Πώς δεν έχετε;
-Δεν έχουμε καρπούζια σας λέω μαντάμ. Πώς να γίνει δηλαδή;
-Οf course και έχετε. Μην με κοροϊδεύεις εμένα.
-Σε παρακαλώ κυρά μου. Σου είπα δεν υπάρχουν καρπούζια στο μαγαζί.
-Ετσι ε; Λες ψέμματα γιατί εγώ τα βλέπω.
-Μπα σοβαρά; Και πού είναι;
-Over there! Eκεί πίσω.
-Μα αυτό δεν είναι καρπούζι κυρία μου. Αυτό είναι ΑΡΑΚΑΣ!